Να ξαναγίνει η Νέα Δημοκρατία πολυσυλλεκτική
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Αρνητικά εκπλήσσουν οι ατελέσφορες προσπάθειες εντυπωσιασμού και αποπροσανατολισμού των ψηφοφόρων από το διακύβευμα των αυριανών εσωκομματικών εκλογών, στις οποίες επιδίδεται ο Απόστολος Τζιτζικώστας στην προσπάθειά του να διαχειριστεί επικοινωνιακά την - από την πλευρά του- έλλειψη πολιτικού στίγματος και αδυναμία συγκρότησης σύγχρονου πολιτικού λόγου. Εκείνο όμως, που είναι άκρως ενδιαφέρον και ταυτόχρονα εξωφρενικό, είναι ότι ο κατευθυνόμενος περιφερειάρχης προσπαθεί να μας αποδείξει ότι είναι «αντισυστημικός». Συνήθως, ο υπερτιμημένος νεοσσός της πολιτικής σολοικίζει, ενώ προτιμά να μιλά αόριστα για κάποιο τάχα εθνικό σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης, που πρέπει να εκπονηθεί για τη... «μετα–μνημονιακή εποχή»! Εκφράζει δηλαδή, μ’ αυτόν τον εύσχημο τρόπο, σιωπηρά τη βούλησή του για πλήρη υποταγή απέναντι στην επιβολή των δυσβάσταχτων και καταστροφικών μέτρων του 3ου Μνημονίου. Ο,τι λοιπόν δεν λέει φωναχτά σήμερα, για να υφαρπάξει την ψήφο των νεοδημοκρατών και πιθανά άλλων ψηφοφόρων, θα τα βροντοφωνάξει την επομένη (εάν οψέποτε εκλεγεί πρόεδρος), ώστε να τον πάρουν στα σοβαρά, τόσο τα διευθυντήρια των Βρυξελλών και της Νέας Υόρκης, όσο και η εγχώρια «συντεχνία του χρήματος» και η διαπλοκή.
Αλήθεια, τι ακριβώς επιδιώκει ο κ.Τζιτζικώστας; Μήπως είναι σαν τον Ιανό, με δύο πρόσωπα; Ενα που να κοιτάει προς τη διατήρηση της θέσης της περιφέρειας και ένα άλλο που να συγκροτεί το πλαίσιο που υπηρετεί τα συμφέροντα των χορηγών του. Ο δήθεν «κοσμοπολίτικος πραγματισμός» του δεν είναι αθώος. Οι θέσεις του ασαφείς, αυθαίρετες και επισφαλείς. Εμφανίζονται και εκφέρονται με λόγο διχαστικό, ενίοτε σόλοικο και καθ’ όλα υποκριτικό, βλάπτουν παρά ωφελούν την ήδη τρωθείσα ενότητα και σε καμία περίπτωση δεν κομίζουν το καινούργιο και το διαφορετικό. Για την ακρίβεια, πρόκειται για το παλιό, μεταμφιεσμένο σε νέο.
Οι απόψεις του, όπως και των άλλων δύο, βασίζονται σε πρόχειρες και παρορμητικές επιλογές. Θέσεις και πράξεις που τις χαρακτηρίζει ασυνέχεια, αστάθεια αλλά και προσήλωση σε ένα και μοναδικό στόχο. Εκείνο του προσωπικού τους συμφέροντος και όχι της παραταξιακής ενότητας την οποία καθημερινά τορπιλίζουν, ενώ δηλώνουν ότι είναι -υποτίθεται- στρατευμένοι.
Εσχατο αφήγημα και των τριών, που ακολουθούν πρακτικές τυχοδιωκτισμού, η πολιτική συκοφαντία που σκοπίμως καλλιεργούν και υποκινούν τόσο οι ίδιοι όσο και οι εξωθεσμικοί τους φίλοι. Δηλαδή, τα περί δήθεν μελλοντικής συνεργασίας του συνυποψηφίου τους με τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά την ξεκάθαρη και με απόλυτο τρόπο, περί του αντιθέτου, τοποθέτηση του εγγυητή της ενότητας Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Ομως, με σπεκουλάτσια, με ακρωτηριασμένο εσωτερικό λόγο και διαφορετικές δημόσιες τοποθετήσεις, για ποια ενότητα μπορούμε να μιλήσουμε στο επίπεδο το κοινοβουλευτικό, αλλά και σε εκείνο των στελεχών ή της βάσης;
Η συζήτηση λοιπόν για την ενότητα ακόμα και με τις όποιες διαφορές πρέπει να κατανοηθεί ως συζήτηση για την έξοδο από την εσωστρέφεια, τώρα και για την επαύριο της κρίσης, ενώ στόχος μας παραμένει η ευρύτερη δυνατή διάδοση των αξιών μας.
Για να λειτουργήσει η ενότητα λοιπόν στη Ν.Δ. απαιτούνται κάποια κοινά στοιχεία, πολιτικής κουλτούρας – κομματικού πατριωτισμού και αλληλεγγύης.
Είναι γεγονός ότι κάτι κερδήθηκε και ότι κάτι χάθηκε. Κερδίσαμε μέσω της κινητοποίησης της βάσης, εκτός της εμπιστοσύνης, και την προσδοκία των πολιτών για ουσιαστικές αλλαγές (ανασυγκρότηση, επιβεβαίωση- επανατοποθέτηση ιδεολογικού στίγματος, αλλαγή νοοτροπίας και προσώπων). Χάσαμε, την ανοχή και τον σεβασμό της λαϊκής βάσης, ως δυνητικού υποκειμένου και ιδανικού ακροατηρίου απεύθυνσης.
Τα τελευταία χρόνια, συντελέστηκε μια μετάβαση από ένα καθεστώς κινητοποίησης των πολιτών γύρω από προγράμματα και ιδεολογίες, σε ένα καθεστώς όπου -δυστυχώς- τα κόμματα έχουν καταλήξει σε οργανισμούς διαχείρισης εκλογών παντός τύπου και η παραγωγή πολιτικής, αντικείμενο κλειστών «κύκλων». Είναι φανερό πως χρειάζονται νέες πολιτικές και επιλογές, μέσα από συγκεκριμένη ατζέντα «δομικών μεταρρυθμίσεων» στα ίδια τα κομματικά οικοδομήματα. Χρειάζεται επομένως να δείξουμε και να επανεξετάσουμε τους αρμούς του δικού μας πολυσυλλεκτικού χώρου, ώστε να παραμείνει στέρεα η κατασκευή που στηρίζεται στους πυλώνες, ενότητα, εσωκομματική Δημοκρατία –ισορροπία, λογοδοσία, διαφάνεια, πολιτική πράξη και παραγωγή ιδεών. Χρειάζεται, πάντα, να ερευνούμε πέρα από τις ιστορικές καταβολές και τις λογοθετικές πρακτικές, μέσω των οποίων το μερικό παρουσιάζεται ως γενικό και οι πολιτικές επιλογές φυσικοποιούνται.
Αλήθεια, τι ακριβώς επιδιώκει ο κ.Τζιτζικώστας; Μήπως είναι σαν τον Ιανό, με δύο πρόσωπα; Ενα που να κοιτάει προς τη διατήρηση της θέσης της περιφέρειας και ένα άλλο που να συγκροτεί το πλαίσιο που υπηρετεί τα συμφέροντα των χορηγών του. Ο δήθεν «κοσμοπολίτικος πραγματισμός» του δεν είναι αθώος. Οι θέσεις του ασαφείς, αυθαίρετες και επισφαλείς. Εμφανίζονται και εκφέρονται με λόγο διχαστικό, ενίοτε σόλοικο και καθ’ όλα υποκριτικό, βλάπτουν παρά ωφελούν την ήδη τρωθείσα ενότητα και σε καμία περίπτωση δεν κομίζουν το καινούργιο και το διαφορετικό. Για την ακρίβεια, πρόκειται για το παλιό, μεταμφιεσμένο σε νέο.
Οι απόψεις του, όπως και των άλλων δύο, βασίζονται σε πρόχειρες και παρορμητικές επιλογές. Θέσεις και πράξεις που τις χαρακτηρίζει ασυνέχεια, αστάθεια αλλά και προσήλωση σε ένα και μοναδικό στόχο. Εκείνο του προσωπικού τους συμφέροντος και όχι της παραταξιακής ενότητας την οποία καθημερινά τορπιλίζουν, ενώ δηλώνουν ότι είναι -υποτίθεται- στρατευμένοι.
Εσχατο αφήγημα και των τριών, που ακολουθούν πρακτικές τυχοδιωκτισμού, η πολιτική συκοφαντία που σκοπίμως καλλιεργούν και υποκινούν τόσο οι ίδιοι όσο και οι εξωθεσμικοί τους φίλοι. Δηλαδή, τα περί δήθεν μελλοντικής συνεργασίας του συνυποψηφίου τους με τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά την ξεκάθαρη και με απόλυτο τρόπο, περί του αντιθέτου, τοποθέτηση του εγγυητή της ενότητας Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Ομως, με σπεκουλάτσια, με ακρωτηριασμένο εσωτερικό λόγο και διαφορετικές δημόσιες τοποθετήσεις, για ποια ενότητα μπορούμε να μιλήσουμε στο επίπεδο το κοινοβουλευτικό, αλλά και σε εκείνο των στελεχών ή της βάσης;
Η συζήτηση λοιπόν για την ενότητα ακόμα και με τις όποιες διαφορές πρέπει να κατανοηθεί ως συζήτηση για την έξοδο από την εσωστρέφεια, τώρα και για την επαύριο της κρίσης, ενώ στόχος μας παραμένει η ευρύτερη δυνατή διάδοση των αξιών μας.
Για να λειτουργήσει η ενότητα λοιπόν στη Ν.Δ. απαιτούνται κάποια κοινά στοιχεία, πολιτικής κουλτούρας – κομματικού πατριωτισμού και αλληλεγγύης.
Είναι γεγονός ότι κάτι κερδήθηκε και ότι κάτι χάθηκε. Κερδίσαμε μέσω της κινητοποίησης της βάσης, εκτός της εμπιστοσύνης, και την προσδοκία των πολιτών για ουσιαστικές αλλαγές (ανασυγκρότηση, επιβεβαίωση- επανατοποθέτηση ιδεολογικού στίγματος, αλλαγή νοοτροπίας και προσώπων). Χάσαμε, την ανοχή και τον σεβασμό της λαϊκής βάσης, ως δυνητικού υποκειμένου και ιδανικού ακροατηρίου απεύθυνσης.
Τα τελευταία χρόνια, συντελέστηκε μια μετάβαση από ένα καθεστώς κινητοποίησης των πολιτών γύρω από προγράμματα και ιδεολογίες, σε ένα καθεστώς όπου -δυστυχώς- τα κόμματα έχουν καταλήξει σε οργανισμούς διαχείρισης εκλογών παντός τύπου και η παραγωγή πολιτικής, αντικείμενο κλειστών «κύκλων». Είναι φανερό πως χρειάζονται νέες πολιτικές και επιλογές, μέσα από συγκεκριμένη ατζέντα «δομικών μεταρρυθμίσεων» στα ίδια τα κομματικά οικοδομήματα. Χρειάζεται επομένως να δείξουμε και να επανεξετάσουμε τους αρμούς του δικού μας πολυσυλλεκτικού χώρου, ώστε να παραμείνει στέρεα η κατασκευή που στηρίζεται στους πυλώνες, ενότητα, εσωκομματική Δημοκρατία –ισορροπία, λογοδοσία, διαφάνεια, πολιτική πράξη και παραγωγή ιδεών. Χρειάζεται, πάντα, να ερευνούμε πέρα από τις ιστορικές καταβολές και τις λογοθετικές πρακτικές, μέσω των οποίων το μερικό παρουσιάζεται ως γενικό και οι πολιτικές επιλογές φυσικοποιούνται.
*Ο κ. Γιάννης Χατζής είναι πολιτικός αναλυτής και πρώην αναπληρωτής γραμματέας Πολιτικού Σχεδιασμού της Ν.Δ.
No comments:
Post a Comment