Χριστούγεννα με τον Νιμπίρου
Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Ηλία Μαγκλίνη
Ζωγραφική: Κώστας Παπανικολάου Για χρόνια πίστευα ό,τι μου έλεγε η μητέρα μου. Οταν ήταν κοριτσάκι είχε δει, λέει, παραμονή Χριστουγέννων την Παναγία να εμφανίζεται μπροστά της. Οι χριστουγεννιάτικοι εφιάλτες μου τροφοδοτήθηκαν από αυτή την ιστορία τρόμου: άγρυπνος στο παιδικό κρεβάτι μου, όπως η μητέρα μου στο δικό της, με το φως του δωματίου σβηστό και μόνο του χολ αναμμένο, όταν μια γυναικεία μορφή εμφανίζεται απ' το πουθενά, με κοιτάει αυστηρά και μου λέει ό,τι ακριβώς είχε πει στη μητέρα μου: «Να προσέχεις». Είναι αφύσικα ψηλή, με χέρια μακριά σαν πλοκάμια. Τη στιγμή που με πλησιάζει, πετάγομαι απ' το κρεβάτι. Στην εκδοχή της μητέρας μου, την επομένη αφότου «είδε την Παναγία», πήρε σβάρνα την εξωτερική σκάλα υπηρεσίας, χωρίς να πάθει ούτε γρατσουνιά. Θαύμα!
Είχα απαγορεύσει ρητά να λέει τέτοιες ιστορίες στον γιο μου (έτσι κι αλλιώς, δεν πρόλαβε να τον χαρεί και πολύ, ούτε εκείνη ούτε, δυστυχώς, ο πατέρας μου). Το είχα βάλει σκοπό, το παιδί να πάρει από μένα την ορθογώνια σκέψη του μαθηματικού και ερασιτέχνη αστρονόμου. Ελα όμως που ακόμα και για τον τετράγωνο μαθηματικό, έρχεται μια στιγμή που απλώς συνειδητοποιεί ότι κάτω από τα πόδια του δεν υπάρχει παρά μια κινούμενη άμμος.
«Εχει κλειστεί στο δωμάτιό του. Μετά βίας τρώει, μόνο κάθεται με τις ώρες στο Ιντερνετ». Η πρώην σύζυγος ήταν σαφής. «Δεν σου 'χει εξηγήσει τον λόγο;» Η γνωστή παύση τής πρώην πριν από την έκρηξη. «Εσύ φταις!», μου πέταξε. «Γιατί πάντα φταίω εγώ;» «Ολη μέρα βλέπει κάτι διαστημικά στο Ιντερνετ. Τον έχεις τρελάνει. Ξέρεις τι μου είπε, δεκατεσσάρων χρονών παιδί; Οτι νιώθει ένα τίποτα μέσα στο αχανές σύμπαν! Τ' ακούς;»
Ηθελα να σπάσω το ακουστικό. Η αστρονομία ήταν αυτό που μ' ένωνε με τον Κωστή. Ο,τι δεν κατάφερα ζώντας μαζί του και με τη μητέρα του, το κατάφερα όταν περνούσαμε οι δυο μας τα Σαββατοκύριακα, τα καλοκαίρια και κάποιες γιορτές. Αλλοι πατέρες έχουν το ποδόσφαιρο, εγώ κι εκείνος έχουμε τα αστέρια.
Είχε έτσι κανονιστεί, λοιπόν, ώστε να περάσει μαζί μου Χριστούγεννα, ενώ Πρωτοχρονιά με τη μητέρα του.
Με το που μπήκε στο σπίτι, κατάλαβα ότι θα ήταν ένα δύσκολο βράδυ. Τα μάτια του είχαν μια λύπη που δεν ήταν λύπη παιδιού, ήταν κάτι άλλο. Οση ώρα ετοίμαζα το τραπέζι, διάβαζε βαρύς και απορροφημένος στον καναπέ το περιεχόμενο ενός ντοσιέ που είχε φέρει μαζί του.
Εφαγε ανόρεχτα και απέφευγε να με κοιτάξει κατάματα. Κάποια ευλογημένη στιγμή πήδηξε στην αγκαλιά του ο Κύριος Γκριζίδης, ο τιγρέ γκρι γάτος μου, στον οποίο όλοι απευθυνόμαστε στον πληθυντικό. Τον έσφιξε τρυφερά πάνω του κι ο Κύριος Γκριζίδης έτριψε το κεφάλι του στο σαγόνι του Κωστή κλείνοντας ικανοποιημένος τα μάτια.
«Σιχαίνομαι τα Χριστούγεννα», είπε ο Κωστής ξερά. Ο Κύριος Γκριζίδης, κοιτώντας με γλαρωμένα μάτια, ήταν σα να μου έλεγε: «Για να δούμε τώρα τι μπαμπάς είστε, κύριε επιστήμονα».
«Το νέο τεύχος του Astronomy Now έχει εκπληκτικές φωτογραφίες από τον αστερισμό του Σκορπιού και τα διπλά αστρικά συστήματα», είπα πρόσχαρα, βάζοντας κι άλλη κόκα κόλα στο ποτήρι του. Εκφραση συνοφρυωμένης συγκαταβατικής επιδοκιμασίας. Μετά από πέντε λεπτά πήρε την κόκα κόλα του και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Ο Κύριος Γκριζίδης, μόνος τώρα στην καρέκλα, με κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια. «Καλύτερα να μην λέγατε τίποτα, κύριε μπαμπά», μου ψιθύρισε με ένα γενναίο χασμουρητό.
Προτού το καταλάβω, ο Κωστής είχε αποκοιμηθεί στο κρεβάτι του. Η Ψίψη, η έτερη γάτα του σπιτιού, είχε κουλουριαστεί στα πόδια του. Εκλεισα την πόρτα μην τυχόν και τους ξυπνήσει η ατίθαση, ολόλευκη Κόκα, το τρίτο, και μικρότερο, μέλος των σπιτίσιων αιλουροειδών μου.
Πήρα το μισογεμάτο μπουκάλι με το κόκκινο κρασί και κάθισα στον καναπέ. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο ανοιγμένο ντοσιέ του Κωστή. Ηταν γεμάτο εκτυπώσεις, ιστοσελίδες κατεβασμένες απ' το Διαδίκτυο. Στο περιθώριο είχε γραμμένα δικά του σχόλια. «Το 2012 θα είμαι δεκαοκτώ χρονών. Δεν θα προλάβω ούτε να σπουδάσω». «Αν η καταστροφή γίνει στις 21 Δεκεμβρίου 2012, Χριστούγεννα δεν θα προλάβουμε να κάνουμε». «Με ποιον θα είμαι εκείνο το βράδυ; Με τον μπαμπά ή με τη μαμά;»
Αδειάζοντας σιγά σιγά το μπουκάλι, διάβασα ανήσυχος όσα είχε εκτυπώσει. Θεωρίες και απόψεις στις οποίες διάφοροι «ερευνητές» μιλούσαν για έναν θηριώδη κόκκινο πλανήτη που πλησιάζει προς τη Γη. Είναι ο 12ος Πλανήτης ή Πλανήτης Χ, οι Σουμέριοι τον έλεγαν Νιμπίρου. Κάθε 3.600 χρόνια η τροχιά του τον φέρνει στο κέντρο του ηλιακού μας συστήματος. Σημείωση του Κωστή στο πλάι: «Λένε πως ο Νιμπίρου ήταν το άστρο της Βηθλεέμ».
Η αλήθεια είναι ότι κάτι θυμόμουν από ένα παλιό άρθρο των New York Times, σύμφωνα με το οποίο, η ΝΑΣΑ εντόπισε ένα μυστηριώδες ουράνιο σώμα ανάμεσα στον Ουρανό και τον Πλούτωνα, το οποίο ακολουθούσε ανώμαλη τροχιά - πέραν τούτου όμως ουδέν.
Οι υπολογισμοί που διάβαζα τώρα ήθελαν τον Νιμπίρου να περνά ξυστά από τη Γη στις 21 Δεκεμβρίου 2012 - και να φέρνει τη συντέλεια. Ετσι, λέει, εξηγείται ο κατακλυσμός του Νώε. Κι όλη η φιλολογία περί κλιματικής αλλαγής, οι συχνοί σεισμοί, το τσουνάμι της Ινδονησίας, δεν είναι παρά τα προεόρτια. Οταν πλησιάσει αρκετά μπορεί, λέει, η Γη να σταματήσει να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της για τρεις ημέρες - πράγμα που εξηγεί τις «τρεις ημέρες του σκότους» της Καινής Διαθήκης.
Είχα δώσει αγώνα το παιδί να μάθει να σκέφτεται λογικά, και τώρα είχε πέσει θύμα ουφολογικής μπουρδολογίας. Απογοητευμένος με τον εαυτό μου, πήγα να ξαπλώσω. Το κρασί με είχε βαρέσει και δεν άργησα ν' αποκοιμηθώ.
Οχι για πολύ όμως.
Ξύπνησα απότομα, Θεέ μου, σκέφτηκα, είχα δει πάλι την «Παναγίτσα». Την Παναγίτσα - Νιμπίρου. Τον Νιμπίρου - Παναγίτσα. Διάβολε, η μητέρα μου έλεγε ότι το κρασί με πειράζει και, διάβολε, ήταν το μόνο πράγμα που είχε δίκιο.
Ή δεν ήταν μόνο το κρασί;
Ξαφνικά τα άστρα έδειχναν τόσο παγερά.
Σηκώθηκα. Βγήκα στη βεράντα να με χτυπήσει ο αέρας, κοίταξα τον κατάμαυρο ουρανό της πόλης. Μια από τις πιο μακριές νύχτες της χρονιάς. Σκέφτηκα: κάπου εκεί έξω είναι. Και πλησιάζει. Ενας τεράστιος κόκκινος γίγαντας. Το 2012, τέσσερις μέρες πριν από τα Χριστούγεννα.
Κάθισα στο σαλόνι, ακούγοντας τον επίμονο χτύπο του ρολογιού στον τοίχο. Ο χρόνος που κυλούσε. Η μνήμη, τα Χριστούγεννα των δικών μου δεκατεσσάρων χρόνων. Να μπαίνω στο πατρικό μου, και με το που αντικρίζω τη μητέρα μου να στρώνει το μεσημεριανό τραπέζι στην κουζίνα, τον Τζέσε Οουενς να νιαουρίζει στα πόδια της, τον πατέρα μου να διαβάζει την εφημερίδα, και στο βάθος το χριστουγεννιάτικο δέντρο, να συγκρατώ μετά βίας τον εαυτό μου μην ξεσπάσει σε λυγμούς.
Το σχολείο θα έκλεινε για Χριστούγεννα, και εγώ σφιγγόμουν να μην λυθώ σε αναφιλητά. Λες και βρέθηκα μπροστά στο διπλό φονικό των γονιών μου. Σωριασμένοι στο πάτωμα της κουζίνας και τα σνίτσελ να τσιτσιρίζουν στο τηγάνι μισοκαμένα. Μα τα σνίτσελ ήταν καλοτηγανισμένα και ζουμερά, οι πατάτες αλατισμένες πάνω στο τραπέζι. Οπως κάθε μεσημέρι.
Αυτή η τόσο καθημερινή -μα θεσπέσια- εικόνα έγινε ξαφνικά ένα ξερίζωμα. Για μια φευγαλέα στιγμή, άκουσα μια φωνή μέσα μου, ακατάληπτη μα απέραντα θλιμμένη. Ηταν ο αντίλαλος της αυριανής απώλειας.
Μπήκα στο δωμάτιο του Κωστή. Το ηλιακό σύστημα να φωσφορίζει μαγικό και γαλήνιο στο ταβάνι πάνω απ' το κρεβάτι του -χωρίς τον τρομακτικό, απειλητικό Νιμπίρου- και στους τοίχους, ολόγυρά του οι φαντασμαγορικές φωτογραφίες με το νεφέλωμα του Πέπλου, τη ζώνη του Ωρίωνα, τα Νέφη του Μαγγελάνου, τους δακτύλιους του Κρόνου, το γαλαξία της Ανδρομέδας. Χάιδεψα το μέτωπό του. «Δεν είναι τίποτα. Θα περάσει», του ψιθύρισα. Κάποτε είχα κάνει κι εγώ Χριστούγεννα με τον Νιμπίρου, απλώς δεν το ήξερα.
Ξαφνικά ο Κωστής άνοιξε τα μάτια του. «Τι ώρα είναι;» «Κοιμήσου, είναι νωρίς. Χρόνια πολλά». «Χρόνια πολλά, μπαμπά. Καλά Χριστούγεννα». «Ναι… Καλά Χριστούγεννα».
Ξάπλωσα πάλι. Ανακουφισμένος. Σα να είχα μόλις ξεμεθύσει.
Κάπου ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο, η νανουριστική μυρωδιά της μητέρας μου. Το καθησυχαστικό βλέμμα του πατέρα μου. Κι ονειρεύτηκα: Την τελευταία νύχτα της ζωής τους ο πατέρας μου κι η μητέρα μου είδαν το ίδιο όνειρο με μένα. Αλλά το επόμενο πρωί εγώ είχα ξεχάσει εκείνο το όνειρο. Κι οι γονείς μου δεν ήταν πια εκεί για να μου το θυμίσουν.
Το διήγημα γράφτηκε από τον Ηλία Μαγκλίνη και εικονογραφήθηκε από τον Κώστα Παπανικολάου για τη χριστουγεννιάτικη έκδοση της «Κ». from kathimerini.