Saturday, December 27, 2008

το πρώτο πάρτυ των γενεθλίων απέτυχε.-Εθνος

Στις 13 Οκτωβρίου του 2005 ο μεγαλύτερος εν ζωή θεατράνθωπος της Βρετανίας, ο Χάρολντ Πίντερ, μπήκε στο κλαμπ των βραβευμένων με Νόμπελ. Ισως ήταν το καλύτερο δώρο γενεθλίων από τη Σουηδική Ακαδημία για τον συγγραφέα (είχε κλείσει τα 75 του χρόνια στις 10 Οκτωβρίου), που έγινε γνωστός τόσο για τα θεατρικά του έργα όσο και για την πολιτική δράση του. Δύο χρόνια πριν κερδίσει το Νόμπελ, χτυπημένος από τον καρκίνο (στον οισοφάγο), είχε δηλώσει ότι θα σταματήσει το γράψιμο. «Εχω γράψει είκοσι εννέα θεατρικά. Δεν είναι αρκετά;», είχε αναρωτηθεί και υποστήριζε ότι ήρθε η ώρα να στραφεί στην πολιτική. Λίγο μετά το μετανιώνει.

ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Το πρώτο «Πάρτι Γενεθλίων» απέτυχε

«Θα συνεχίσω να γράφω αυτά που γράφω μέχρι την ημέρα που θα πεθάνω». Και η Σουηδική Ακαδημία, με καθυστέρηση μίας εβδομάδας, παραβιάζοντας τη συνήθη ημερομηνία ανακοίνωσης, έκανε την υπέρβασή της τιμώντας τον αιρετικό θεατρικό, ταυτισμένο με το θέατρο του παραλόγου, συγγραφέα, του οποίου τα έργα αποκαλύπτουν τους φόβους που κρύβονται πίσω από τις καθημερινές συναναστροφές και την απειλή του κοινότυπου, όπως ανέφερε στην ανακοίνωσή της.

Το πρώτο «Πάρτι Γενεθλίων» απέτυχε

Ο Χάρολντ Πίντερ γεννήθηκε στο εργατικό προάστιο του Χάκνι στο Ανατολικό Λονδίνο στις 10 Οκτωβρίου του 1930, όπου πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Ο πατέρας του ήταν ράφτης εβραϊκής καταγωγής. Τόσο ο αντισημιτισμός που γνωρίζει μεγαλώνοντας όσο και οι βομβαρδισμοί που υφίσταται το Λονδίνο από τους ναζί κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και οι οποίοι τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει το σπίτι του από τα εννιά έως και τα 12 χρόνια του, τον χαράζουν βαθιά και τον επηρεάζουν αποφασιστικά. Στα δεκαοκτώ του δηλώνει αντιρρησίας συνειδήσεως, αρνούμενος να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία.

Εμφανίζεται ως ποιητής το 1950 στο λονδρέζικο περιοδικό «Ποίηση». Ξεκίνησε την επαφή του με το θέατρο ως ηθοποιός, κυρίως σε σαιξπηρικούς ρόλους, με το ψευδώνυμο Ντέιβιντ Μπάρον. Το 1948 γίνεται δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης. Εναν χρόνο αργότερα την εγκαταλείπει για να περιοδεύσει για τα επόμενα εννέα χρόνια, έως το 1957, με διάφορους θιάσους ρεπερτορίου σε επαρχιακά θέατρα ανά τη Βρετανία όπου γνωρίζει και παντρεύεται την πρώτη του σύζυγο, την ηθοποιό Βίβιαν Μέρτσαντ. Ξαναπαντρεύτηκε το 1980 τη συγγραφέα και ιστορικό λαίδη Αντόνια Φρέιζερ.

Το δεύτερο θεατρικό έργο του (το οποίο είναι ένα από τα πλέον γνωστά του), Πάρτι Γενεθλίων (1968), γνώρισε αρχικά παταγώδη αποτυχία, παρ όλη τη θετική κριτική που απέσπασε από τον διακεκριμένο θεατρικό κριτικό των «Σάντεϊ Τάιμς» Χάρολντ Χόμπσον. Μετά, ωστόσο, από την επιτυχία του «Επιστάτη»(1960), το οποίο τον καθιέρωσε, το «Πάρτι Γενεθλίων» ξαναπαίχτηκε και κέρδισε τις εντυπώσεις.

Τα έργα αυτά καθώς και άλλες πρώιμες δουλειές, όπως το «Η Επιστροφή» (1964), έχουν λάβει τον τίτλο από μερικούς ως κωμωδία της απειλής. Συχνά εκκινούν από μια φαινομενικά αθώα κατάσταση και την αποκαλύπτουν ως απειλητική και παράλογη εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο δρουν οι χαρακτήρες, τρόπο ο οποίος μπορεί να φαίνεται ανεξήγητος και στο κοινό, αλλά και μερικές φορές και στους άλλους χαρακτήρες. Το έργο του Πίντερ έχει σημαδευτεί από την επιρροή που του άσκησε από τα πρώτα έργα ο Σάμιουελ Μπέκετ και οι δύο άντρες συνδέθηκαν με μακροχρόνια φιλία.

Ο Πίντερ άρχισε να σκηνοθετεί πιο συχνά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 70 και το 1973 έγινε συνεργάτης σκηνοθέτης στο Εθνικό Θέατρο. Τα μεταγενέστερα έργα του τείνουν να είναι βραχύτερα, συχνά με την εμφάνιση αλληγοριών καταπίεσης. Αρκετές φορές έχει εμφανιστεί ο ίδιος στο θεατρικό σανίδι, με τελευταία το 2001 σε δικό του έργο.

Φανατικός πολέμιος του πολέμου
Η εκδίωξή του από την Τουρκία, ο «δολοφόνος» και ο «απατεώνας ηλίθιος»

Το 1985 ο Πίντερ, μαζί με τον Αμερικανό θεατρικό συγγραφέα Αρθουρ Μίλερ, ταξίδεψε στην Τουρκία, όπου συνάντησε πολλά θύματα πολιτικής καταπίεσης. Σε μια τελετή της αμερικανικής πρεσβείας που τιμούσε τον Μίλερ, ο Πίντερ, αντί να ανταλλάξει τα συνήθη αστεία, μίλησε για ανθρώπους στους οποίους διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα στα γεννητικά τους όργανα, γεγονός που οδήγησε στο να τον εκδιώξουν κακήν κακώς (σε υποστήριξή του ο Μίλερ έφυγε κι αυτός από την πρεσβεία). Η εμπειρία του Πίντερ για την καταπίεση στην Τουρκία και η καταστολή της κουρδικής γλώσσας τον ενέπνευσε για το θεατρικό του έργο «Βουνίσια γλώσσα» (1988).

Αντιτάχθηκε στον βομβαρδισμό της Σερβίας, στην αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν και στην εισβολή στο Ιράκ το 2003. Αποκάλεσε τον πρόεδρο Μπους μαζικό δολοφόνο και τον Τόνι Μπλερ «απατεώνα, ηλίθιο». Συχνά, σε βρετανικές εφημερίδες δημοσιεύονταν επιστολές του με πολιτικό περιεχόμενο. Είχε παρομοιάσει την κυβέρνηση Μπους με τη ναζιστική Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ, λέγοντας πως οι ΗΠΑ επιτίθενται για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κυριαρχίας, ενώ το αμερικανικό κοινό και ο «μαζικός δολοφόνος» του Ηνωμένου Βασιλείου κάθονται και παρακολουθούν.

Υψωνε σε κάθε ευκαιρία τη φωνή του: για τη Γενοκτονία των Κούρδων, για την ανατροπή της Δημοκρατίας στη Χιλή και τη στήριξη των δικτατοριών στη Λατινική Αμερική από τις ΗΠΑ, για την επιδρομή στη Γιουγκοσλαβία και τον πόλεμο στο Κόσοβο, για την εισβολή στο Ιράκ, για την τρομοκράτηση του κόσμου από τον Μπους.

Υπήρξε φανατικός πολέμιος του πολέμου στο Ιράκ, όπως ήταν και του βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκτιμούσε τον Μιλόσεβιτς. Το 2003 τύπωσε αντιπολεμικά ποιήματα για τη σύγκρουση στο Ιράκ. «Τα ποιήματα αυτά εκφράζουν τον προσωπικό θυμό μου και την απέχθειά μου. Στα θεατρικά μου έργα δεν αηδιάζω από τους χαρακτήρες, ακόμα και όταν είμαι κριτικός απέναντί τους. Οφείλω να τρέφω κάποια συμπάθεια γι αυτούς, διαφορετικά δεν θα μπορώ να τους κάνω να μιλήσουν. Τους αγαπώ, με κάνουν να γελώ, παρά το ότι οι περισσότεροι είναι άξεστοι. Γράφοντας για εκείνους, γράφω επίσης και για μένα», είχε δηλώσει.

Ο Πίντερ ήταν, επίσης, ενεργός αντιπρόσωπος της Εκστρατείας Αλληλεγγύης για την Κούβα, μια οργάνωση για την προάσπιση των δικαιωμάτων της Κούβας που καταπατώνται από το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο και εκστρατεύει εναντίον του αμερικανικού εμπάργκο.

Παραγωγές
Στην Ελλάδα από το 1963

Ο Χάρολντ Πίντερ υπήρξε από τους αγαπημένους δραματουργούς των Ελλήνων σκηνοθετών και ηθοποιών αλλά και του κοινού. Αρκετά από τα έργα του έχουν γνωρίσει διαφορετικά ανεβάσματα. Ο Κάρολος Κουν πρωτοπαρουσίασε στην Ελλάδα αρκετά από τα πιο γνωστά έργα του συγγραφέα: «Ο Γυρισμός» (1964), «Ο Επιστάτης»(1965), «Πάρτι γενεθλίων» (1969), «Παλιοί καιροί» (1973), «Προδοσία» (1980), «Τοπίο» (1982). Ακολουθεί ο Αντώνης Αντύπας, ο οποίος ανέβασε τα «Αλλοι τόποι», γενικός τίτλος που στεγάζει τα «Οικογενειακές φωνές», «Μια κάποια Αλάσκα», «Σταθμός Βικτόρια» (1987), «Φεγγαρόφωτο»(1995), «Νεκρή Ζώνη» (2000), «Η επέτειός μας» (2002). Ο Μίνως Βολανάκης σκηνοθέτησε την «Επίδειξη μόδας» (1976) και τους «Νάνους» (1991), ο Λευτέρης Βιογιατζής το «Τέφρα και σκιά» (2000), ο Μιχαήλ Μαρμαρινός τη «Νύχτα»(1984), ο Νίκος Διαμαντής τη «Βουνίσια γλώσσα» (1990) και τη «Σιωπή» (1999), ο Γιάννης Κακλέας «Το πάρτι» (1987), ο Νίκος Μαστοράκης τους «Παλιούς καιρούς» (1986), ο Σταμάτης Φασουλής το «Ωραία χρόνια» (2004) (φωτογραφία), ο Νίκος Χουρμουζιάδης το «Νυχτερινό σχολείο» (1983) και ο «Αγνωστος εχθρός», τα μονόπρακτα «Το δωμάτιο» και «Ενας ασήμαντος πόνος» (2006), η Νίκη Τριανταφυλλίδη το «Ενα για τον δρόμο», ο Κυριαζής Χαρατσάρης το «Ενας ασήμαντος πόνος» (1963), ο Νίκος Χατζίσκος τον «Εραστή» (1970) και ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης «Το βουβό γκαρσόνι» (1970).

No comments: