] Η 21η Μαΐου 1864 σηματοδότησε την πρώτη επέκταση της χώρας μας,
αλλά και μια δημοκρατική τομή στο Ελληνικό Κοινοβούλιο
147 χρόνια πρινΤου Γεωργιου Ν. Μοσχοπουλου*
Είναι γνωστός ο ιδιαίτερος παιδευτικός ρόλος που διαδραμάτισε το νησιωτικό σύμπλεγμα του Ιονίου πριν ακόμη από την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (Μάιος 1864) και η ιδιαίτερη συμβολή των Επτανησίων στην αναγεννώμενη πατρίδα κατά τα δύσκολα χρόνια του Γένους. Πρόκειται, οπωσδήποτε, για το πολυσυζητημένο «μετακενωτικό» φαινόμενο, που είχαν την ιδιαίτερη τύχη να υπηρετήσουν οι Επτανήσιοι, μεταφέροντας στον ελλαδικό χώρο ό,τι ωραίο και πολιτικά υγιές αναδύθηκε κατά τους προηγούμενους αιώνες στη Δύση, το φαινόμενο δηλαδή του Διαφωτισμού και πρωιμότερα των αναγεννησιακών διαδικασιών του Δυτικού κόσμου. Διακεκριμένοι λόγιοι της επτανησιακής κοινωνίας, με λαμπρές σπουδές στην Ευρώπη (Διονύσιος Σολωμός, Ανδρέας Λασκαράτος, Γεώργιος Τερτσέτης, Παναγιώτης Πανάς και τόσοι άλλοι) μπολιάζουν την πνευματική ζωή του προεπαναστατικού αρχικά ελλαδικού χώρου και, στη συνέχεια, του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Παιδεία, λογοτεχνία, θέατρο, εικαστικές τέχνες, επιστήμες, δέχονται, μέσω ακριβώς των Ιονίων, τις δυτικές επιρροές και εμβολίζουν την επικρατούσα ακόμη δεσποτεία του Φαναριώτικου συντηρητισμού στην ελεύθερη Ελλάδα.
Σ’ αυτήν ακριβώς τη μεθοδική προεργασία των Επτανησίων λογίων προστίθεται τώρα, με την Ενωση, δυναμική η οργανωμένη επτανησιακή Πολιτεία, με δεσπόζουσα, βέβαια, την παρουσία των εκπροσώπων του Ριζοσπαστικού κόμματος, του πρώτου κόμματος αρχών σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
Τύχη αγαθή, ιστορικά τεκμηριωμένη, για τη λειτουργούσα ελληνική Πολιτεία, θεωρείται η σύμπτωση της ένωσης της Επτανήσου με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1844. Θριαμβευτική περιγράφεται στα Πρακτικά της Βουλής η είσοδος στον χώρο του Κοινοβουλίου των 84 εκλεγέντων (με βάση το ιστορικό εκείνο κείμενο της ΣΞ΄ συνεδρίασης της Βουλής των Ελλήνων) Επτανησίων πληρεξουσίων, με έντονες τις προσδοκίες για δημοκρατικές ρηξικέλευθες παρεμβάσεις στα επικείμενα, υψηλής σημασίας, πολιτικά ζητήματα της χώρας. Σαφής μαρτυρία της προσδοκίας η προσφώνηση της επτανησιακής αντιπροσωπείας κατά την είσοδό της στην αίθουσα του Κοινοβουλίου, τον Ιούλιο του 1864. Ο πρόεδρος της Βουλής Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, απευθυνόμενος στο Σώμα των αντιπροσώπων του έθνους, εκφράζει την προσδοκώμενη επτανησιακή συμβολή: «[...] Χρεωστώ κατά καθήκον ηθικόν και μετ’ ευχαριστήσεως μεγίστης να αναγγείλω προς υμάς ότι ο Ιόνιος λαός προικίζει την Συνέλευσιν με αντιπροσώπους έχοντας εξαίρετον κοινοβουλευτικήν συμπεριφοράν, κεκοσμημένους με τας αρετάς της παρρησίας και της τόλμης, οίτινες είναι τόσον ακμαίοι και τοσούτον, είμαι βέβαιος, θέλουσιν ωφελήσει την πατρίδα, όταν μετ’ ου πολύ αύτη μας επιβάλη τα μεγάλα εκείνα ζητήματα, τα οποία τοις πάσιν είναι γνωστά». Κι ο βουλευτής Μ. Σχοινάς, ανερχόμενος στο βήμα, συμπληρώνει: «Σεις αδελφοί Επτανήσιοι [...] διεσώσατε την ζωήν της εθνικότητος, την γλώσσαν, την θρησκείαν και τας ιστορικάς παραδόσεις [...]».
Η μεγαλειώδης υποδοχή κι οπωσδήποτε η εκφραζόμενη προσδοκία στον χώρο του Κοινοβουλίου χρεώνουν τους 84 πληρεξουσίους της Επτανήσου για μια συμβολή ανάλογη με το ιδεολογικό περιεχόμενο του Ιόνιου πολιτικού βίου κι όπως ακριβώς την οριοθέτησε η προπορευθείσα επτανησιακή λογιοσύνη.
H Συνταγματική αναθεώρησηΠεδίο πρώτο, με έντονους τους πολιτικούς κραδασμούς, η αναθεώρηση του κατά πολλά ανελεύθερου Συντάγματος του 1844. Συχνές και αποτελεσματικές οι παρεμβάσεις δημοκρατικού προσανατολισμού επί του σχεδίου αυτού του Συντάγματος από τους πληρεξουσίους της πρώην Ιονίου Πολιτείας. Οι αδελφοί Ιακωβάτοι, Γεώργιος και Χαράλαμπος, ο κορυφαίος του επτανησιακού Ριζοσπαστισμού Ιωσήφ Μομφερράτος, ο Ζακύνθιος Κωνσταντίνος Λομβάρδος, οι Αννινοι, ο Ε. Δρακούλης, ο Νέστωρ Σολομός, ο Ανδρέας Βλαντής, ο Γεράσιμος Λιβαδάς και αργότερα, στις επόμενες κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις η κατ’ εξοχήν δημοκρατική φωνή του Ιόνιου χώρου, ο βουλευτής Κεφαλληνίας Ρόκκος Χοϊδάς, ανταποκρίνονται στο προσκλητήριο των δημοκρατικών αγώνων για τη νομοθετική οργάνωση της Πολιτείας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Οι ακριβείς μαρτυρίες προκύπτουν από πρωτογενείς πηγές, από τα κείμενα των Πρακτικών του ελληνικού Κοινοβουλίου. Εκεί, σ’ αυτές τις πολύκροτες συνεδριάσεις, στις οποίες διαπλάθεται ο νεότερος Καταστατικός Χάρτης, που θα κατευθύνει τη ζωή της χώρας για πολλές δεκαετίες, και πραγματοποιείται η αναδιάρθρωση του πολιτεύματος, αναδεικνύονται δεσπόζουσες οι δημοκρατικές -και πάντοτε τεκμηριωμένες και αποτελεσματικές- φωνές των Επτανησίων αντιπροσώπων. Οι παρεμβάσεις εύστοχες επί των θεμελιωδών λειτουργιών του πολιτεύματος, κυρίως κατά την περίοδο της αναθεώρησης του Συντάγματος. Κύριοι θεματικοί στόχοι: η προσωπική ελευθερία του πολίτη, η θρησκεία του έθνους, η ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου, η κατάργηση των διακρίσεων και των τίτλων ευγενείας, η εκπαίδευση, η διαδοχή της Βασιλείας, η απαγόρευση του θρησκευτικού προσηλυτισμού, η απαγόρευση των βασανιστηρίων και η κατάργηση της θανατικής ποινής, η απαλλαγή από τον φόρο με βάση κοινωνικά κριτήρια, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, η ανάθεση της νομοθετικής εξουσίας αποκλειστικά και μόνο στα μέλη του Κοινοβουλίου και, βέβαια, η κατάργηση του νομοθετικού (και αυτού) Σώματος της κατ’ ουσίαν διορισμένης από τον Ανακτα Γερουσίας, ως επιβλαβούς θεσμού για τη λειτουργία του πολιτεύματος.
Η συγκριτική διαδικασία ανάμεσα στις προτάσεις των πληρεξουσίων της Επτανήσου και του τελικού κειμένου των δεχομένων τις εν λόγω παρεμβάσεις άρθρων του Συντάγματος πείθει για την αποτελεσματική συμβολή της επτανησιακής παρουσίας κατά την αλλαγή επί το δημοκρατικότερον του πρώτου (μετά, βέβαια, τα επαναστατικά) Συντάγματος της χώρας. Εντελώς δειγματικά ορισμένες επισημάνσεις· Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος, ο καλούμενος «Γιωργαντάρας» για την ηφαιστειώδη παρουσία του στο Κοινοβούλιο (με δύο ακόμη δημοκρατικούς συναδέλφους του), επί των άρθρων 5 και 6 του σχεδίου του αναθεωρούμενου Συντάγματος, που αφορούσαν την προσωπική ελευθερία και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του πολίτη (Πρακτικά, τόμ. 6, σ. 562): «Προ πάσης άλλης συζητήσεως οφείλει η Συνέλευσις να εξασφαλίση την εγγύησιν της προσωπικής του πολίτη ελευθερίας. Οταν ο πολίτης αφεθή εις την διάθεσιν μιας αυθαιρέτου κυβερνήσεως, οίαι υπήρξαν αι δύο τελευταίαι της δυναστείας του Οθωνος, εις ουδέν ωφελούσιν τάλλα δικαιώματα».
Ο Ιωάννης Αννινος και ο Ιωσήφ Μομφερράτος κατά τη συζήτηση επί του άρθρου 18, που αφορά την ποινή του θανάτου, προβαίνουν σε πρωτοποριακή παρέμβαση. Ο Μομφερράτος διατυπώνει τη σχετική πρόταση: «Η θανατική ποινή επιτρέπεται εντός πενταετίας από το κύρος του Συντάγματος, κατά ληστεύσεων πραττομένων διά φόνου, βασάνων ή τραυμάτων. Παρερχομένης της πενταετίας όλως διόλου καταργείται». Το αρχικό κείμενο του σχεδίου περιείχε την εξαίρεση: «εκτός της κατά του προσώπου του βασιλέως και των μελών της βασιλικής οικογενείας ανθρωποκτονίας», ενώ στο τελικό κείμενο του Συντάγματος του 1864 σημειώνεται: «Η θανατική ποινή επί πολιτικών εγκλημάτων, εκτός των συνθέτων, καταργείται» (Πρακτικά, 31.6.1864). Και επί πλέον μόνος, αργότερα, ο Ιωσήφ Μομφερράτος επί του άρθρου 21 του σχεδίου, που αφορούσε την εθνική κυριαρχία, επεμβαίνει με αποτελεσματικές και εξαιρετικής σημασίας παρατηρήσεις, ο οποίος μάλιστα, τελικά, μόνος από το Σώμα της Βουλής καταψηφίζει το αναθεωρηθέν Σύνταγμα του 1864, μολονότι θεωρείται για τις συνθήκες της εποχής αρκετά φιλελεύθερο.
Ο Κανονισμός της ΒουλήςΛίγο αργότερα (Ιούνιος 1865) οι Γεώργιος και Χαράλαμπος Ιακωβάτοι επί του άρθρου 13 του Κανονισμού της Βουλής προτείνουν: «Ο λόγος είναι ελεύθερος· η συζήτησις δεν περατούται πριν ή αγορεύσωσιν πάντες και οι ζητήσαντες τον λόγον [...]. Προ τούτου ουδέποτε θεωρείται η Βουλή φωτισθείσα». Η πρότασις γίνεται σχεδόν παμψηφεί δεκτή. Οι ίδιοι πάλι, τέσσερα χρόνια αργότερα (συνεδριάσεις στις 12, 13, 14 Ιουνίου 1869) καταγγέλλουν περιπτώσεις καλπονόθευσης κατά τις οποίες «η εκλογή μεταβάλλεται εις ταχυδακτυλουργίαν». Μία δεκαετία αργότερα (15.12.1879), κατά τη διεξαγόμενη συζήτηση επί του περιεχομένου του βασιλικού λόγου, δριμύς επεμβαίνει ο Γεώργιος Ιακωβάτος καταγγέλλοντας τη νωθρή στάση της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης: «Οπίσω! Οπίσω η αντιπολίτευσις! Και η κυβέρνησις οπίσω! Αγνοώ αν εντός της Βουλής ταύτης υπάρχει αντιπολίτευσις [...]. Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των». Και σ’ άλλα σημεία της ιδίας συζήτησης δίδαγμα τόλμης και παρρησίας η παρέμβαση· ο οξύνους κι έμπειρος Επτανήσιος πολιτικός ενός ταραχώδους παρελθόντος του Ιόνιου χώρου επισημαίνει τις -διαχρονικές βεβαίως- παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης στα πολιτικά και στα στρατιωτικά δρώμενα της χώρας: «[...] Την αιτίαν ευρίσκετε εις εκείνα τα δύο ενάντια ρεύματα της εξωτερικής πολιτικής, τα οποία επενεργούν εντός της Ελλάδος αφανώς, φανερώς και μυστηριωδώς, το πνεύμα δηλαδή του Βορρά και το πνεύμα της Δύσεως· εδώθεν προέρχονται τα δεινά της Ελλάδος [...]. Ολους τους εμφυλίους σπαραγμούς, όλους τους εμφυλίους πολέμους εντός της Ελλάδος, όλας τας εισβολάς εκτός της Ελλάδος αυτό τας επέφερε». Κι αλλού πάλιν, παραπέμποντας σε μηνύματα ελευθερίας του λόγου: «[...] Αλλ’ οι νόμοι του 1833 και 1834 και οι επόμενοι περί τύπου νόμοι, οι επιβάλλοντες ποινάς εις τους λαλούντας ή γράφοντας κατά των ξένων ηγεμόνων, ίσχυον τότε, διότι τότε το Σύνταγμα δεν υπήρχε, διότι υπευθύνους υπουργούς δεν είχομεν και τότε ήτο καθιερωμένον να μην ανοίξη κανείς το στόμα του να ομιλήση εναντίον των τυράννων». Και όταν προκαλείται να κατονομάσει ποια Κοινοβούλια και ποια Συντάγματα εννοεί, η απάντηση παραπέμπει στις επιρροές των φιλελεύθερων ιδεών της Δύσης στον Ιόνιο χώρο: «Οχι βεβαίως εις τας Βουλάς τας οποίας γνωρίζετε, όχι εις τας Βουλάς τας οθωνικάς [...], αλλά ευρίσκεται εις τα συντάγματα ρητώς τοιαύτη διάταξις [...], εις τα φιλελεύθερα συντάγματα της Γαλλικής Δημοκρατίας».
Η συνεισφορά των Επτανήσιων βουλευτώνΤο περιεχόμενο αυτών και τόσων άλλων παρεμβάσεων, τόσο κατά τη Β΄ Εθνοσυνέλευση για την αναμόρφωση του Συντάγματος του 1844, όσο και κατά τις τακτικές ή έκτακτες μετέπειτα συνεδριάσεις της Βουλής των Ελλήνων, ο φιλελεύθερος και ριζοσπαστικός χαρακτήρας τους, αλλά και οι ουκ ολίγες παραπομπές των Επτανησίων βουλευτών στα δρώμενα στη Δύση (Ματσίνης, Γαριβάλδης, Γαλλική Επανάσταση κ.λπ.) και οι αναφορές στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό γενικότερα υπογραμμίζουν το μετακενωτικό έργο των πολιτικών της Επτανήσου στο νέο ελληνικό κράτος μέσα από την αίθουσα του Κοινοβουλίου. Το περιεχόμενο ακριβώς αυτής της ουσιώδους για τη δημοκρατία συμβολής συμπυκνώνει ο ανένδοτος για το ελληνικό πολίτευμα αγώνας του γνωστού πρωτοπόρου γι’ αυτή τη δημοκρατία Ρόκκου Χοϊδά, ο οποίος σε κάποια στιγμή των δηλώσεών του (1877) χαρακτηριστικά υπογράμμιζε: «Εάν με αποκρούσης, νέας εκ της αποκρούσεως ταύτης αντλήσω δυνάμεις, το δε βήμα μου από της Βουλής των αντιπροσώπων του έθνους θα μεταφέρω επί της πλατείας της Ομονοίας και του Συντάγματος των Αθηνών, και ακροατήριόν μου έξω (=θα έχω) τον δήμον των Αθηναίων, κρατήσοντα μετά μικρόν, διά των αρχών της ελευθερίας, της ισότητος και της αδελφότητος, των επιόρκων, των μωρών, των αμαθών αρχόντων». Στάση ρωμαλέα κατά του εμμένοντος κατεστημένου. Ωστόσο κι αυτοί οι ανένδοτοι αγώνες, ενίοτε, πνίγονται μέσα στο χάος της μικροπολιτικής, της συναλλαγής και της φαυλοκρατίας, και ο Ρόκκος Χοϊδάς, το 1877, πιεζόμενος απ’ αυτό το κατεστημένο, υποβάλλει την παραίτησή του και αποσύρεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπως ακριβώς δέκα χρόνια προηγουμένως (1867) είχαν παραιτηθεί οι αδελφοί Ιακωβάτοι εις ένδειξη διαμαρτυρίας για τα πολιτικά «παιχνίδια», που λάβαιναν χώρα κατά τις εργασίες του ελληνικού Κοινοβουλίου.
* Ο κ. Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος είναι πρώην καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πατρών.
αλλά και μια δημοκρατική τομή στο Ελληνικό Κοινοβούλιο
147 χρόνια πρινΤου Γεωργιου Ν. Μοσχοπουλου*
Είναι γνωστός ο ιδιαίτερος παιδευτικός ρόλος που διαδραμάτισε το νησιωτικό σύμπλεγμα του Ιονίου πριν ακόμη από την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (Μάιος 1864) και η ιδιαίτερη συμβολή των Επτανησίων στην αναγεννώμενη πατρίδα κατά τα δύσκολα χρόνια του Γένους. Πρόκειται, οπωσδήποτε, για το πολυσυζητημένο «μετακενωτικό» φαινόμενο, που είχαν την ιδιαίτερη τύχη να υπηρετήσουν οι Επτανήσιοι, μεταφέροντας στον ελλαδικό χώρο ό,τι ωραίο και πολιτικά υγιές αναδύθηκε κατά τους προηγούμενους αιώνες στη Δύση, το φαινόμενο δηλαδή του Διαφωτισμού και πρωιμότερα των αναγεννησιακών διαδικασιών του Δυτικού κόσμου. Διακεκριμένοι λόγιοι της επτανησιακής κοινωνίας, με λαμπρές σπουδές στην Ευρώπη (Διονύσιος Σολωμός, Ανδρέας Λασκαράτος, Γεώργιος Τερτσέτης, Παναγιώτης Πανάς και τόσοι άλλοι) μπολιάζουν την πνευματική ζωή του προεπαναστατικού αρχικά ελλαδικού χώρου και, στη συνέχεια, του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Παιδεία, λογοτεχνία, θέατρο, εικαστικές τέχνες, επιστήμες, δέχονται, μέσω ακριβώς των Ιονίων, τις δυτικές επιρροές και εμβολίζουν την επικρατούσα ακόμη δεσποτεία του Φαναριώτικου συντηρητισμού στην ελεύθερη Ελλάδα.
Σ’ αυτήν ακριβώς τη μεθοδική προεργασία των Επτανησίων λογίων προστίθεται τώρα, με την Ενωση, δυναμική η οργανωμένη επτανησιακή Πολιτεία, με δεσπόζουσα, βέβαια, την παρουσία των εκπροσώπων του Ριζοσπαστικού κόμματος, του πρώτου κόμματος αρχών σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
Τύχη αγαθή, ιστορικά τεκμηριωμένη, για τη λειτουργούσα ελληνική Πολιτεία, θεωρείται η σύμπτωση της ένωσης της Επτανήσου με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1844. Θριαμβευτική περιγράφεται στα Πρακτικά της Βουλής η είσοδος στον χώρο του Κοινοβουλίου των 84 εκλεγέντων (με βάση το ιστορικό εκείνο κείμενο της ΣΞ΄ συνεδρίασης της Βουλής των Ελλήνων) Επτανησίων πληρεξουσίων, με έντονες τις προσδοκίες για δημοκρατικές ρηξικέλευθες παρεμβάσεις στα επικείμενα, υψηλής σημασίας, πολιτικά ζητήματα της χώρας. Σαφής μαρτυρία της προσδοκίας η προσφώνηση της επτανησιακής αντιπροσωπείας κατά την είσοδό της στην αίθουσα του Κοινοβουλίου, τον Ιούλιο του 1864. Ο πρόεδρος της Βουλής Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, απευθυνόμενος στο Σώμα των αντιπροσώπων του έθνους, εκφράζει την προσδοκώμενη επτανησιακή συμβολή: «[...] Χρεωστώ κατά καθήκον ηθικόν και μετ’ ευχαριστήσεως μεγίστης να αναγγείλω προς υμάς ότι ο Ιόνιος λαός προικίζει την Συνέλευσιν με αντιπροσώπους έχοντας εξαίρετον κοινοβουλευτικήν συμπεριφοράν, κεκοσμημένους με τας αρετάς της παρρησίας και της τόλμης, οίτινες είναι τόσον ακμαίοι και τοσούτον, είμαι βέβαιος, θέλουσιν ωφελήσει την πατρίδα, όταν μετ’ ου πολύ αύτη μας επιβάλη τα μεγάλα εκείνα ζητήματα, τα οποία τοις πάσιν είναι γνωστά». Κι ο βουλευτής Μ. Σχοινάς, ανερχόμενος στο βήμα, συμπληρώνει: «Σεις αδελφοί Επτανήσιοι [...] διεσώσατε την ζωήν της εθνικότητος, την γλώσσαν, την θρησκείαν και τας ιστορικάς παραδόσεις [...]».
Η μεγαλειώδης υποδοχή κι οπωσδήποτε η εκφραζόμενη προσδοκία στον χώρο του Κοινοβουλίου χρεώνουν τους 84 πληρεξουσίους της Επτανήσου για μια συμβολή ανάλογη με το ιδεολογικό περιεχόμενο του Ιόνιου πολιτικού βίου κι όπως ακριβώς την οριοθέτησε η προπορευθείσα επτανησιακή λογιοσύνη.
H Συνταγματική αναθεώρησηΠεδίο πρώτο, με έντονους τους πολιτικούς κραδασμούς, η αναθεώρηση του κατά πολλά ανελεύθερου Συντάγματος του 1844. Συχνές και αποτελεσματικές οι παρεμβάσεις δημοκρατικού προσανατολισμού επί του σχεδίου αυτού του Συντάγματος από τους πληρεξουσίους της πρώην Ιονίου Πολιτείας. Οι αδελφοί Ιακωβάτοι, Γεώργιος και Χαράλαμπος, ο κορυφαίος του επτανησιακού Ριζοσπαστισμού Ιωσήφ Μομφερράτος, ο Ζακύνθιος Κωνσταντίνος Λομβάρδος, οι Αννινοι, ο Ε. Δρακούλης, ο Νέστωρ Σολομός, ο Ανδρέας Βλαντής, ο Γεράσιμος Λιβαδάς και αργότερα, στις επόμενες κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις η κατ’ εξοχήν δημοκρατική φωνή του Ιόνιου χώρου, ο βουλευτής Κεφαλληνίας Ρόκκος Χοϊδάς, ανταποκρίνονται στο προσκλητήριο των δημοκρατικών αγώνων για τη νομοθετική οργάνωση της Πολιτείας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Οι ακριβείς μαρτυρίες προκύπτουν από πρωτογενείς πηγές, από τα κείμενα των Πρακτικών του ελληνικού Κοινοβουλίου. Εκεί, σ’ αυτές τις πολύκροτες συνεδριάσεις, στις οποίες διαπλάθεται ο νεότερος Καταστατικός Χάρτης, που θα κατευθύνει τη ζωή της χώρας για πολλές δεκαετίες, και πραγματοποιείται η αναδιάρθρωση του πολιτεύματος, αναδεικνύονται δεσπόζουσες οι δημοκρατικές -και πάντοτε τεκμηριωμένες και αποτελεσματικές- φωνές των Επτανησίων αντιπροσώπων. Οι παρεμβάσεις εύστοχες επί των θεμελιωδών λειτουργιών του πολιτεύματος, κυρίως κατά την περίοδο της αναθεώρησης του Συντάγματος. Κύριοι θεματικοί στόχοι: η προσωπική ελευθερία του πολίτη, η θρησκεία του έθνους, η ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου, η κατάργηση των διακρίσεων και των τίτλων ευγενείας, η εκπαίδευση, η διαδοχή της Βασιλείας, η απαγόρευση του θρησκευτικού προσηλυτισμού, η απαγόρευση των βασανιστηρίων και η κατάργηση της θανατικής ποινής, η απαλλαγή από τον φόρο με βάση κοινωνικά κριτήρια, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, η ανάθεση της νομοθετικής εξουσίας αποκλειστικά και μόνο στα μέλη του Κοινοβουλίου και, βέβαια, η κατάργηση του νομοθετικού (και αυτού) Σώματος της κατ’ ουσίαν διορισμένης από τον Ανακτα Γερουσίας, ως επιβλαβούς θεσμού για τη λειτουργία του πολιτεύματος.
Η συγκριτική διαδικασία ανάμεσα στις προτάσεις των πληρεξουσίων της Επτανήσου και του τελικού κειμένου των δεχομένων τις εν λόγω παρεμβάσεις άρθρων του Συντάγματος πείθει για την αποτελεσματική συμβολή της επτανησιακής παρουσίας κατά την αλλαγή επί το δημοκρατικότερον του πρώτου (μετά, βέβαια, τα επαναστατικά) Συντάγματος της χώρας. Εντελώς δειγματικά ορισμένες επισημάνσεις· Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος, ο καλούμενος «Γιωργαντάρας» για την ηφαιστειώδη παρουσία του στο Κοινοβούλιο (με δύο ακόμη δημοκρατικούς συναδέλφους του), επί των άρθρων 5 και 6 του σχεδίου του αναθεωρούμενου Συντάγματος, που αφορούσαν την προσωπική ελευθερία και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του πολίτη (Πρακτικά, τόμ. 6, σ. 562): «Προ πάσης άλλης συζητήσεως οφείλει η Συνέλευσις να εξασφαλίση την εγγύησιν της προσωπικής του πολίτη ελευθερίας. Οταν ο πολίτης αφεθή εις την διάθεσιν μιας αυθαιρέτου κυβερνήσεως, οίαι υπήρξαν αι δύο τελευταίαι της δυναστείας του Οθωνος, εις ουδέν ωφελούσιν τάλλα δικαιώματα».
Ο Ιωάννης Αννινος και ο Ιωσήφ Μομφερράτος κατά τη συζήτηση επί του άρθρου 18, που αφορά την ποινή του θανάτου, προβαίνουν σε πρωτοποριακή παρέμβαση. Ο Μομφερράτος διατυπώνει τη σχετική πρόταση: «Η θανατική ποινή επιτρέπεται εντός πενταετίας από το κύρος του Συντάγματος, κατά ληστεύσεων πραττομένων διά φόνου, βασάνων ή τραυμάτων. Παρερχομένης της πενταετίας όλως διόλου καταργείται». Το αρχικό κείμενο του σχεδίου περιείχε την εξαίρεση: «εκτός της κατά του προσώπου του βασιλέως και των μελών της βασιλικής οικογενείας ανθρωποκτονίας», ενώ στο τελικό κείμενο του Συντάγματος του 1864 σημειώνεται: «Η θανατική ποινή επί πολιτικών εγκλημάτων, εκτός των συνθέτων, καταργείται» (Πρακτικά, 31.6.1864). Και επί πλέον μόνος, αργότερα, ο Ιωσήφ Μομφερράτος επί του άρθρου 21 του σχεδίου, που αφορούσε την εθνική κυριαρχία, επεμβαίνει με αποτελεσματικές και εξαιρετικής σημασίας παρατηρήσεις, ο οποίος μάλιστα, τελικά, μόνος από το Σώμα της Βουλής καταψηφίζει το αναθεωρηθέν Σύνταγμα του 1864, μολονότι θεωρείται για τις συνθήκες της εποχής αρκετά φιλελεύθερο.
Ο Κανονισμός της ΒουλήςΛίγο αργότερα (Ιούνιος 1865) οι Γεώργιος και Χαράλαμπος Ιακωβάτοι επί του άρθρου 13 του Κανονισμού της Βουλής προτείνουν: «Ο λόγος είναι ελεύθερος· η συζήτησις δεν περατούται πριν ή αγορεύσωσιν πάντες και οι ζητήσαντες τον λόγον [...]. Προ τούτου ουδέποτε θεωρείται η Βουλή φωτισθείσα». Η πρότασις γίνεται σχεδόν παμψηφεί δεκτή. Οι ίδιοι πάλι, τέσσερα χρόνια αργότερα (συνεδριάσεις στις 12, 13, 14 Ιουνίου 1869) καταγγέλλουν περιπτώσεις καλπονόθευσης κατά τις οποίες «η εκλογή μεταβάλλεται εις ταχυδακτυλουργίαν». Μία δεκαετία αργότερα (15.12.1879), κατά τη διεξαγόμενη συζήτηση επί του περιεχομένου του βασιλικού λόγου, δριμύς επεμβαίνει ο Γεώργιος Ιακωβάτος καταγγέλλοντας τη νωθρή στάση της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης: «Οπίσω! Οπίσω η αντιπολίτευσις! Και η κυβέρνησις οπίσω! Αγνοώ αν εντός της Βουλής ταύτης υπάρχει αντιπολίτευσις [...]. Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των». Και σ’ άλλα σημεία της ιδίας συζήτησης δίδαγμα τόλμης και παρρησίας η παρέμβαση· ο οξύνους κι έμπειρος Επτανήσιος πολιτικός ενός ταραχώδους παρελθόντος του Ιόνιου χώρου επισημαίνει τις -διαχρονικές βεβαίως- παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης στα πολιτικά και στα στρατιωτικά δρώμενα της χώρας: «[...] Την αιτίαν ευρίσκετε εις εκείνα τα δύο ενάντια ρεύματα της εξωτερικής πολιτικής, τα οποία επενεργούν εντός της Ελλάδος αφανώς, φανερώς και μυστηριωδώς, το πνεύμα δηλαδή του Βορρά και το πνεύμα της Δύσεως· εδώθεν προέρχονται τα δεινά της Ελλάδος [...]. Ολους τους εμφυλίους σπαραγμούς, όλους τους εμφυλίους πολέμους εντός της Ελλάδος, όλας τας εισβολάς εκτός της Ελλάδος αυτό τας επέφερε». Κι αλλού πάλιν, παραπέμποντας σε μηνύματα ελευθερίας του λόγου: «[...] Αλλ’ οι νόμοι του 1833 και 1834 και οι επόμενοι περί τύπου νόμοι, οι επιβάλλοντες ποινάς εις τους λαλούντας ή γράφοντας κατά των ξένων ηγεμόνων, ίσχυον τότε, διότι τότε το Σύνταγμα δεν υπήρχε, διότι υπευθύνους υπουργούς δεν είχομεν και τότε ήτο καθιερωμένον να μην ανοίξη κανείς το στόμα του να ομιλήση εναντίον των τυράννων». Και όταν προκαλείται να κατονομάσει ποια Κοινοβούλια και ποια Συντάγματα εννοεί, η απάντηση παραπέμπει στις επιρροές των φιλελεύθερων ιδεών της Δύσης στον Ιόνιο χώρο: «Οχι βεβαίως εις τας Βουλάς τας οποίας γνωρίζετε, όχι εις τας Βουλάς τας οθωνικάς [...], αλλά ευρίσκεται εις τα συντάγματα ρητώς τοιαύτη διάταξις [...], εις τα φιλελεύθερα συντάγματα της Γαλλικής Δημοκρατίας».
Η συνεισφορά των Επτανήσιων βουλευτώνΤο περιεχόμενο αυτών και τόσων άλλων παρεμβάσεων, τόσο κατά τη Β΄ Εθνοσυνέλευση για την αναμόρφωση του Συντάγματος του 1844, όσο και κατά τις τακτικές ή έκτακτες μετέπειτα συνεδριάσεις της Βουλής των Ελλήνων, ο φιλελεύθερος και ριζοσπαστικός χαρακτήρας τους, αλλά και οι ουκ ολίγες παραπομπές των Επτανησίων βουλευτών στα δρώμενα στη Δύση (Ματσίνης, Γαριβάλδης, Γαλλική Επανάσταση κ.λπ.) και οι αναφορές στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό γενικότερα υπογραμμίζουν το μετακενωτικό έργο των πολιτικών της Επτανήσου στο νέο ελληνικό κράτος μέσα από την αίθουσα του Κοινοβουλίου. Το περιεχόμενο ακριβώς αυτής της ουσιώδους για τη δημοκρατία συμβολής συμπυκνώνει ο ανένδοτος για το ελληνικό πολίτευμα αγώνας του γνωστού πρωτοπόρου γι’ αυτή τη δημοκρατία Ρόκκου Χοϊδά, ο οποίος σε κάποια στιγμή των δηλώσεών του (1877) χαρακτηριστικά υπογράμμιζε: «Εάν με αποκρούσης, νέας εκ της αποκρούσεως ταύτης αντλήσω δυνάμεις, το δε βήμα μου από της Βουλής των αντιπροσώπων του έθνους θα μεταφέρω επί της πλατείας της Ομονοίας και του Συντάγματος των Αθηνών, και ακροατήριόν μου έξω (=θα έχω) τον δήμον των Αθηναίων, κρατήσοντα μετά μικρόν, διά των αρχών της ελευθερίας, της ισότητος και της αδελφότητος, των επιόρκων, των μωρών, των αμαθών αρχόντων». Στάση ρωμαλέα κατά του εμμένοντος κατεστημένου. Ωστόσο κι αυτοί οι ανένδοτοι αγώνες, ενίοτε, πνίγονται μέσα στο χάος της μικροπολιτικής, της συναλλαγής και της φαυλοκρατίας, και ο Ρόκκος Χοϊδάς, το 1877, πιεζόμενος απ’ αυτό το κατεστημένο, υποβάλλει την παραίτησή του και αποσύρεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπως ακριβώς δέκα χρόνια προηγουμένως (1867) είχαν παραιτηθεί οι αδελφοί Ιακωβάτοι εις ένδειξη διαμαρτυρίας για τα πολιτικά «παιχνίδια», που λάβαιναν χώρα κατά τις εργασίες του ελληνικού Κοινοβουλίου.
* Ο κ. Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος είναι πρώην καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πατρών.
No comments:
Post a Comment