Η συνεχιζόμενη κρίση στην Ελλάδα και η Ευρωζώνη
Του Δημητρη Παπαδημητριου*
Οι πρόσφατες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τους δανειστές της βρίσκονται σε εξέλιξη, με τους τελευταίους να επιμένουν ότι το «περίοπτο» πείραμα μείωσης του ελλείμματος πρέπει να συνεχιστεί παρά τη φαντασμαγορική του αποτυχία. Ο στόχος της μείωσης του χρέους σε επίπεδα ανάλογα με το ΑΕΠ έχει αποδειχθεί απόλυτη φαντασία, όπως τα πρόσφατα επίπεδα πάνω από το 170% μαρτυρούν – ιδιαίτερα εάν κανείς σκεφτεί ότι το ποσοστό αυτό βρισκόταν στο 125% προ τεσσάρων ετών στην αρχή της κρίσης πριν από οποιοδήποτε πρόγραμμα «διάσωσης» από μέρους των δανειστών της χώρας και ύστερα από το μεγαλύτερο «κούρεμα» χρέους το 2012. Η περίπτωση της Ελλάδας μπορεί να είναι το πιο σκληρό χτύπημα, αλλά δεν είναι το μόνο. Το χρέος έχει αυξηθεί στο 130% του ΑΕΠ στην Ιταλία, στο 127% στην Πορτογαλία και στο 125% στην Ιρλανδία, ξεπερνώντας τα επίπεδα της πρώιμης οικονομικής κρίσης.
Στην Ελλάδα, οι τελευταίες αναφορές για την οικονομική κατάσταση είναι πεισματικά αρνητικές. Η δημιουργία θέσεων εργασίας δεν είναι ενθαρρυντική ειδικά εάν υπολογιστεί ο αριθμός των θέσεων που δημιουργήθηκαν και χάθηκαν κατά τη διάρκεια του Ιουλίου και του Αυγούστου – στην καρδιά της τουριστικής σεζόν. Οι αριθμοί τόσο της ανεργίας όσο και της απασχόλησης για το δίμηνο αυτό σημείωσαν ελαφρά ανοδική πορεία αυξάνοντας τους ανέργους, με βάση τα εποχικά κριτήρια, στα 1.365.334 άτομα, με την ανεργία να είναι σημαντικά υψηλότερη στις γυναίκες (31,4%) από ό,τι στους άντρες (24,3%). Ο τουριστικός τομέας συνολικά απασχόλησε 9.800 λιγότερους εργαζομένους το δεύτερο τετράμηνο του 2013 συγκριτικά με το ίδιο τετράμηνο του 2012. Με τον παρόντα ρυθμό δημιουργίας θέσεων εργασίας, τα επίπεδα μιας πλήρους απασχόλησης θα χρειαστούν περισσότερο από μία δεκαετία ώστε να επιτευχθούν.
Αλλοι βραχυπρόθεσμοι δείκτες της οικονομικής δραστηριότητας υποδεικνύουν ότι οι επιδόσεις του ελληνικού βιομηχανικού τομέα είναι πολύ αδύναμες, απούσα η ζήτηση από τον υπόλοιπο κόσμο, τόσο από τις χώρες της Ευρωζώνης όσο και από τις εκτός αυτής. Τα επίπεδα των τριών εναρμονισμένων δεικτών ανταγωνιστικότητας στην Ευρωζώνη –του δείκτη τιμών καταναλωτή, του αποπληθωριστή του ΑΕΠ και του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος– υποδηλώνουν ότι η Ελλάδα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το κόστος εργασίας, είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση μετά τη Γερμανία, που συστηματικά διατηρεί χαμηλότερες τιμές σε όλους τους δείκτες ανταγωνιστικότητας κατά την περίοδο 1999-2013. Στην Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, αν και το κόστος εργασίας έχει μειωθεί, οι τιμές καταναλωτή δεν ακολούθησαν την ίδια πορεία. Η δραματική πτώση στο κόστος εργασίας –η στρατηγική που επιβλήθηκε από την τρόικα με σκοπό την αύξηση των εξαγωγών μέσω της εσωτερικής υποτίμησης– δεν έχει αποφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα σε επαρκή βαθμό, όπως επιβεβαιώνει το εμπορικό ισοζύγιο: παρά τις αυξανόμενες εξαγωγές αγαθών και τη μείωση των εισαγωγών εξαιτίας της εμβάθυνσης της ύφεσης, το εμπορικό έλλειμμα δεν έχει ακόμη «κλείσει». Αντίθετα, η στρατηγική αυτή έχει προκαλέσει την αποσύνθεση του επιπέδου ζωής και μία μείωση στην εγχώρια κατανάλωση, τον πιο σημαντικό σταθεροποιητικό παράγοντα σε μία οικονομία.
Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα δεν είναι μοναδικό, αλλά επηρεάζει όλους τους γείτονές της στην Ευρωζώνη. Οι εξαγωγές τους, εκτός από αυτές της Γερμανίας, πλήττονται από τη μείωση της ζήτησης του εμπορικού τους συνεργάτη. Χαμηλότεροι μισθοί, συντάξεις και τιμές σε ένα κράτος-μέλος της Ευρωζώνης δημιουργούν ανταγωνιστικό αποπληθωρισμό και περιπλέκουν το πρόβλημα, αφού η κάθε χώρα προσπαθεί να επωφεληθεί και να προωθήσει την ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών. Και αυτό πρέπει να ξεπεραστεί.
Σίγουρα, οι εξαγωγές είναι σημαντικές, αλλά η εγχώρια ζήτηση είναι ζωτική. Ακόμη και η Κίνα, ο γίγαντας με τη βασιζόμενη στις εξαγωγές οικονομία, πραγματοποίησε προσφάτως ορισμένα απαραίτητα βήματα, ώστε να αυξηθεί και να σταθεροποιηθεί η εσωτερική της ζήτηση. Και εκεί θα έπρεπε να βρίσκεται η έμφαση της οικονομικής πολιτικής για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Η δημοσιονομική εξυγίανση ενέχει αποπληθωριστικούς κινδύνους, οι οποίοι όλο και αυξάνονται στην Ευρωζώνη προκαλώντας την ανησυχία ακόμη και του ΟΟΣΑ. Η πρόσφατη αναφορά του προτείνει την εφαρμογή ανορθόδοξων μέτρων από την ΕΚΤ, για να αποφευχθεί η απειλή του βλαβερού αποπληθωρισμού. Η αποφυγή των αποπληθωριστικών πιέσεων προϋποθέτει την υιοθέτηση πολιτικών που θα διασφαλίζουν την οικονομική ανάκαμψη και την ανάπτυξη της απασχόλησης προς όφελος των ανέργων και εκείνων που έχουν αποθαρρυνθεί καθώς και των νέων που εισέρχονται στο εργατικό δυναμικό. Οι πολιτικές για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι είναι διαθέσιμες, η πολιτική θέληση ωστόσο δεν είναι. Επιπροσθέτως, η βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στα περιφερειακά κράτη από τις διορθώσεις των τιμών εξαιτίας της πτώσης του κόστους εργασίας, το να αποκτηθεί η ανταγωνιστικότητα, λειτουργεί ως «βρόχος ανάδρασης» απέναντι στην αύξηση του πληθωρισμού, που υποσκάπτει την επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης και τη βιωσιμότητα του χρέους.
Αυτό που παρατηρεί κανείς αυτήν τη στιγμή στην Ευρωζώνη είναι, από τη μία πλευρά, η αυστηρότητα των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης στις περιφερειακές χώρες, που δεν έχει παρουσιάσει πειστικά δείγματα για την ύπαρξη ενός «φωτός στην άκρη του τούνελ» και από την άλλη η οργή και η άρνηση του πυρήνα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης να επωμισθούν τις ευθύνες για την επονομαζόμενη ανηθικότητα της περιφέρειας. Δεδομένης της απιθανότητας να συμφιλιωθούν οι δύο αυτές οπτικές, κανείς δεν θα πρέπει να εκπλαγεί με τη μεγάλη άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων του ξενοφοβικού εθνικισμού, του ρατσισμού και ευρωσκεπτικισμού στις ευρωεκλογές του Μαΐου, τα οποία είναι όλα γνωστά για την άρνησή τους απέναντι στο ευρώ. Το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, Το κόμμα για την Ελευθερία στην Ολλανδία, το κόμμα ενάντια στο ευρώ «Εναλλακτική για τη Γερμανία» και η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα είναι λίγα από τα παραδείγματα που κερδίζουν σταθερά την προτίμηση των ψηφοφόρων. Τον περασμένο μήνα, η δημοσκόπηση του Βαρόμετρου έδειξε την αισθητή μείωση της υποστήριξης των πολιτών σε πολλές χώρες απέναντι στην Ε.Ε. και στο ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει. Ισως οι εκλογές του Μαΐου θα στείλουν ένα ηχηρό και ξεκάθαρο μήνυμα ότι όλα δεν βαίνουν καλώς στην Ευρωζώνη.
* Ο κ. Δημ. Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute και καθηγητής Οικονομικών στο Bard College στη Ν. Υόρκη. kathimerini
No comments:
Post a Comment