Μια «Εκρηξη» από την Ελλάδα ταρακουνάει το Λοκάρνο
ΒΕΝΙΑ ΒΕΡΓΟΥ
Η Αγγελική Παπούλια στο «A Blast» του Σύλλα Τζουμέρκα καταφέρνει έναν από τους σημαντικότερους ρόλους της καριέρας της.
ΛΟΚΑΡΝΟ. Το χρήμα δεσπόζει στην Ελβετία. Το φεστιβάλ κινηματογράφου του Λοκάρνο ήταν φέτος το μόνο στην Ευρώπη που αύξησε τον προϋπολογισμό του. Ενισχυμένο από πέρυσι με νέο καλλιτεχνικό διευθυντή, τον χαρισματικό Κάρλο Σατριάν, το Λοκάρνο φιλοξενεί μια σημαντική ελληνική ταινία στο διαγωνιστικό τμήμα του φέτος. Σημαντική, διότι ο Σύλλας Τζουμέρκας (και η συνσεναριογράφος του, Γιούλα Μπούνταλη) διαπραγματεύονται την ιστορία μιας ηρωίδας που εκπροσωπεί μια γενιά παραπλανημένη, από την οικογένεια, τη γραφειοκρατία, το Δημόσιο, τον νεοφασισμό, τα μίντια, το σεξ. Στη νέα του ταινία, στο «A Blast», ο Τζουμέρκας ωριμάζει με γοργούς ρυθμούς. Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του διατηρεί την ορμή που τροφοδότησε και το ντεμπούτο του, τη «Χώρα προέλευσης» (επίσημη συμμετοχή στο φεστιβάλ Βενετίας το 2010), αλλά αυτή τη φορά, έχοντας υπολογίσει πιο σοφά τον δρόμο προς την έκρηξη. Χωρίς να υπηρετεί ελιτίστικες φόρμες ή άψυχους μινιμαλισμούς που φλερτάρουν με ένα συγκεκαλυμμένο σνομπισμό. Αλλά, με διαύγεια, σεβασμό και γλυκόπικρο χιούμορ απέναντι στην τρωτή πλευρά των χαρακτήρων του, ο Τζουμέρκας μας λέει κάτι πολύ χρήσιμο. Πως το κιτς, η παραφροσύνη και η τοξικότητα μέσα σε μια νεόπτωχη αθηναϊκή οικογένεια (έτσι όπως αυτά εκφράζονται είτε αισθητικά είτε ως μοτίβα συμπεριφοράς και ρόλων) λειτουργούν ως χαρακτηριστικά μιας συλλογικής ταυτότητας. Για να τους επιτρέψουμε να αλλάξουν, όμως, χρειάζεται πρώτα να τα αναγνωρίσουμε. Και δείχνει, επίσης, πως ο μεγαλύτερος αντίπαλος ενός χρεοκοπημένου είναι ο εαυτός του. Με τον οποίο χρειάζεται να βρει το θάρρος να συμμαχήσει, προκειμένου να ξεχρεώσει.
Στο κέντρο της ταινίας βρίσκεται η Μαρία, σε μια ερμηνεία της Αγγελικής Παπούλια με τόσο θεαματική επίδραση στον θεατή, ώστε οι πρώτες εκτιμήσεις για το βραβείο που αξίζει, να ψιθυρίζονται ήδη εδώ στο Λοκάρνο. Η Μαρία μεγάλωσε δίπλα στην αφελή συνομήλικη αδελφή της Γωγώ («εγώ είμαι ειδικών αναγκών και ειδικών δυνατοτήτων», όπως παραδέχεται στον ρόλο της η χαρισματική Μαρία Φιλίνη). Απέναντι σε μια μάνα καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι, εκ πρώτης όψεως στωική αλλά κατά βάθος βιτριολική (πολύτιμη εδώ η ευφυΐα και το ένστικτο της υπέροχης Θέμιδος Μπαζάκα) κι έναν πατέρα άβουλο, αθόρυβο, αλλά τελικά επικίνδυνο (ερμηνευμένο με μέτρο και σωστή ένταση από τον Γιώργο Μπινιάρη). Μονίμως έξω φρενών οι δύο αδελφές (στο 120 τετραγωνικών μέτρων διαμέρισμα στους Αγίους Αναργύρους και στο μίνι μάρκετ της οικογένειας), διανύουν τα νεανικά χρόνια με έμφαση σε μια λεκτική σεξουαλική εκτόνωση, και τελικά, παντρεύονται νωρίς. Η Μαρία έναν παθιασμένο ναυτικό (του οποίου τα πάθη καμουφλάρει θαυμάσια ο Βασίλης Δογάνης) και η Γωγώ έναν «σκουπιδιάρη» (του οποίου τα πάθη υπονοεί εύστοχα και θρασύδειλα ο Μάκης Παπαδημητρίου). Κι ενώ η Μαρία διανύει την απόσταση από τον έρωτα μέχρι τον γάμο και τα τρία παιδιά, μόνη, εξαιτίας του απόντος ναυτικού, ακόμη δεν έχει απαλλαχθεί από το βάρος μάνας, πατέρα κι αδελφής. Γι’ αυτό, λίγο πριν από την έκρηξή της (εδώ και το νόημα του τίτλου), φτάνει να εξομολογείται με άνεση μπροστά σε αγνώστους, «όταν ήμουν μικρή κανείς δεν μου είπε πως έτσι θα είναι η ζωή μου. Σήμερα, θέλω μια ζωή λιγότερο οδυνηρή». Και το διεκδικεί. Αφήνοντας τους πατέρες της ιστορίας της να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Ετσι, ενώ το ελληνικό σινεμά τρώει τα σωθικά του στη φτωχή χώρα που το παράγει, στο εξωτερικό χειροκροτείται. Πέρα από τα σύνορα, έχει ξεπεράσει προ πολλού την αναχρονιστική ταμπέλα της «ελληνικής ταινίας». Και αναγνωρίζεται (επιτέλους) ως το σινεμά του Τζουμέρκα και της Μπούνταλη, της Δρανδάκη και της Παπούλια. Συνομιλώντας ισότιμα με άλλα πολύτιμα προϊόντα άλλων δημιουργών αυτής της πανάκριβης τέχνης.
Στο κέντρο της ταινίας βρίσκεται η Μαρία, σε μια ερμηνεία της Αγγελικής Παπούλια με τόσο θεαματική επίδραση στον θεατή, ώστε οι πρώτες εκτιμήσεις για το βραβείο που αξίζει, να ψιθυρίζονται ήδη εδώ στο Λοκάρνο. Η Μαρία μεγάλωσε δίπλα στην αφελή συνομήλικη αδελφή της Γωγώ («εγώ είμαι ειδικών αναγκών και ειδικών δυνατοτήτων», όπως παραδέχεται στον ρόλο της η χαρισματική Μαρία Φιλίνη). Απέναντι σε μια μάνα καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι, εκ πρώτης όψεως στωική αλλά κατά βάθος βιτριολική (πολύτιμη εδώ η ευφυΐα και το ένστικτο της υπέροχης Θέμιδος Μπαζάκα) κι έναν πατέρα άβουλο, αθόρυβο, αλλά τελικά επικίνδυνο (ερμηνευμένο με μέτρο και σωστή ένταση από τον Γιώργο Μπινιάρη). Μονίμως έξω φρενών οι δύο αδελφές (στο 120 τετραγωνικών μέτρων διαμέρισμα στους Αγίους Αναργύρους και στο μίνι μάρκετ της οικογένειας), διανύουν τα νεανικά χρόνια με έμφαση σε μια λεκτική σεξουαλική εκτόνωση, και τελικά, παντρεύονται νωρίς. Η Μαρία έναν παθιασμένο ναυτικό (του οποίου τα πάθη καμουφλάρει θαυμάσια ο Βασίλης Δογάνης) και η Γωγώ έναν «σκουπιδιάρη» (του οποίου τα πάθη υπονοεί εύστοχα και θρασύδειλα ο Μάκης Παπαδημητρίου). Κι ενώ η Μαρία διανύει την απόσταση από τον έρωτα μέχρι τον γάμο και τα τρία παιδιά, μόνη, εξαιτίας του απόντος ναυτικού, ακόμη δεν έχει απαλλαχθεί από το βάρος μάνας, πατέρα κι αδελφής. Γι’ αυτό, λίγο πριν από την έκρηξή της (εδώ και το νόημα του τίτλου), φτάνει να εξομολογείται με άνεση μπροστά σε αγνώστους, «όταν ήμουν μικρή κανείς δεν μου είπε πως έτσι θα είναι η ζωή μου. Σήμερα, θέλω μια ζωή λιγότερο οδυνηρή». Και το διεκδικεί. Αφήνοντας τους πατέρες της ιστορίας της να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Ετσι, ενώ το ελληνικό σινεμά τρώει τα σωθικά του στη φτωχή χώρα που το παράγει, στο εξωτερικό χειροκροτείται. Πέρα από τα σύνορα, έχει ξεπεράσει προ πολλού την αναχρονιστική ταμπέλα της «ελληνικής ταινίας». Και αναγνωρίζεται (επιτέλους) ως το σινεμά του Τζουμέρκα και της Μπούνταλη, της Δρανδάκη και της Παπούλια. Συνομιλώντας ισότιμα με άλλα πολύτιμα προϊόντα άλλων δημιουργών αυτής της πανάκριβης τέχνης.
* Η ταινία «A Blast» θα βγει στις αθηναϊκές αίθουσες στα τέλη Νοεμβρίου από τη Strada Films.
No comments:
Post a Comment