Της Γιωτας Συκκα/from kathimerini
Οι κινήσεις του δεν έδειχναν την καταπόνηση ανθρώπου που έχει περάσει σοβαρή περιπέτεια με την καρδιά του, αλλά την ηρεμία ενός άρχοντα συμφιλιωμένου με το τέλος. Ηταν αρχές Ιουνίου του 1994, μόλις μια εβδομάδα πριν από το θάνατό του. Κι εκείνο το απόγευμα, στο φιλόξενο διαμέρισμα της οδού Ρηγίλλης, ήταν η τελευταία φορά που ο Μάνος Χατζιδάκις απευθύνθηκε προς τον κόσμο. Μπροστά στο ανοιχτό κασετόφωνο μίλησε για την «Καθημερινή» και την «Ελευθεροτυπία» για όλα εκείνα που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Για την οικογένειά του, τους δασκάλους, το ρεμπέτικο, την ποίηση, ακόμα και για τον πρώτο του έρωτα:
— Ημουν ερωτευμένος με τη Μελίνα. Από τότε που την πρωτοείδα.
— Πού την πρωτοείδατε;
— Στο δρόμο. Ηξερα ότι ήταν η Μερκούρη. Τότε η Αθήνα ήταν πολύ μικρή. Περπατούσες κι ήξερες κι εκείνους που δεν γνώριζες. Ηταν πανέμορφο κορίτσι. Κι όταν ήρθε η ώρα να συνθέσω τη μουσική για «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», όπου έπαιζε τη Λαβίνια, βρήκα την ευκαιρία να βρεθώ κοντά της.
— Είχε αντιληφθεί τον έρωτά σας;
— Βέβαια.
— Και πώς σας αντιμετώπιζε;
— Οπως αντιμετωπίζει μια μεγάλη ένα ερωτευμένο παιδαρέλι. Εν τέλει γίναμε φίλοι.
«Θα τον αγαπάω σαν τρελή»
Γεννήθηκαν και οι δύο τον Οκτώβριο, με διαφορά πέντε χρόνων. Το 1920 εκείνη, το 1925 εκείνος. Και πρωτοσυναντήθηκαν στην τόσο σκληρή και μαγική συγχρόνως μεταπολεμική Αθήνα. Ηδη από το τέλος της δεκαετίας του ’40 ο ηλεκτρισμός που ένωνε και απωθούσε ταυτόχρονα αυτές τις δυο προσωπικότητες, σπινθήρισε στις σκηνές του θεάτρου, κινηματογράφου και του τραγουδιού που θα δημιουργούνταν από κει και πέρα.
Καθώς ήταν και οι δύο ισχυρές προσωπικότητες, η σχέση τους δοκιμάστηκε μέσα από κόντρες, ένταση, αγάπη, εκρήξεις και περιόδους σιωπής. «Πώς να αρχίσω το θέμα του Μάνου Χατζιδάκι; Απ’ τη γοητεία του; Ημουν σκλάβα της από την πρώτη φορά που συνεργαστήκαμε, όταν έγραψε τη μουσική για το “Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα”», γράφει η Μερκούρη στο βιβλίο της «Γεννήθηκα Ελληνίδα» (εκδ. Κ. Ζάρβανος). «Από τότε συνεργαστήκαμε πάρα πολλές φορές. Εργα, ταινίες, ακόμη και μια επιθεώρηση. Τον αγαπούσα και τον αγαπώ, αν και υπάρχει μια άσχημη πλευρά στον χαρακτήρα του που πολλές φορές έχει κάνει την αγάπη μου λύσσα. Τώρα που γράφω αυτό το βιβλίο, προσπαθώ να τον μισήσω, ξέροντας πως δεν θα τα καταφέρω ή πως ακόμα κι αν τα καταφέρω δεν θα κρατήσει. Οπως συνέβη και παλιότερα, όταν βρεθώ αντιμέτωπη με τη ζεστασιά και τη γοητεία του, θα πέσω στην αγκαλιά του. Θα με πει “αγοράκι” και θα τον αγαπάω σαν τρελή ως την επόμενη απογοήτευση».
Εκρηκτικοί καβγάδες
Θαύμαζε και καμάρωνε τη δουλειά του. Οπως τον αγώνα του για το ρεμπέτικο: «Δεν ήταν εύκολη μάχη. Επρεπε να τα βάλει με τη μεσαία και την ανώτερη τάξη μας. Περιφρονούσαν τη μουσική του μπουζουκιού γιατί οι πηγές της ήταν τούρκικες και επέμεναν να είναι Ευρωπαίοι. Η αφοσίωσή τους στην Αθήνα ήταν ουσιαστικά ψεύτικη, γιατί θα προτιμούσαν να’ ναι το Λονδίνο ή το Παρίσι. Αλλά ο Μάνος αγωνίστηκε. Ο αγώνας του τον οδήγησε σε σκοτεινές ταβέρνες στις προκυμαίες του Πειραιά και στις εργατικές συνοικίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Πολλές ήταν μικρές. Μερικές είχαν μόνο τρία ή τέσσερα τραπέζια. Αλλά όλες είχαν τουλάχιστον έναν άνθρωπο που έπαιζε μπουζούκι. Ο Μάνος έτρεχε σ’ αυτές με τον πυρετό ενός αρχαιολόγου που βρίσκεται στα πρόθυρα της ανακάλυψης ενός υπέροχου ερειπίου».
Οι καβγάδες της με τον Χατζιδάκι ήταν εκρηκτικοί και οι διαφωνίες τους ιερές. Του συμπεριφερόταν ως ερωτευμένη γυναίκα που θέλει να αρέσει κι άλλοτε σαν μαμά που θέλει να ελέγξει. Οι τσακωμοί της ξεχνιόντουσαν με την ίδια ταχύτητα. «Ξεσήκωνε το σπίτι όταν τον περίμενε για φαγητό. Ηθελε όλα να είναι τέλεια και να μην είναι παχυντικά για τον Μάνο. Εκείνος βέβαια μερικές φορές ξεχνιόταν. Ερχόταν το επόμενο βράδυ», θυμάται η φίλη και συνεργάτις της Μανουέλα Παυλίδου. «Κι όταν ήθελε να τον πειράξει του έλεγε: Σταμάτα, βρε Μάνο, δεν είναι όλος ο κόσμος ΠΑΣΟΚ!»
«Παντρεύτηκα και τους δύο»
Αυτή την ιδιαίτερη σχέση Μελίνας - Μάνου την καταλάβαινε και ο Ζυλ Ντασσέν. «Το 1959 ο Ντασέν έρχεται στην Αθήνα κι αρχίζει το γύρισμα του “Ποτέ την Κυριακή”, που έμελλε να μας χαρίσει πολλές αξέχαστες στιγμές νεοελληνικού πάθους, μίσους και λατρείας» θυμόταν ο Μάνος. «Γεγονός είναι πως ο Ντασέν παντρεύτηκε τη Μελίνα κι εγώ και τους δύο, μ’ όλες τις συνέπειες αυτής της λατρευτικής σχέσης. Είχα πάει, θυμάμαι, στο σπίτι της Μελίνας για να μου διαβάσει το σενάριο ο Ντασέν πάνω στο οποίο θα έγραφα τη μουσική. Τότε ξενυχτούσα με μανία, αγγλικά δεν γνώριζα κι έτσι όπως βυθίστηκα στην πολυθρόνα μ’ έπιασε ο ύπνος. Παρ’ όλες τις απελπισμένες σπρωξιές της Μελίνας πλάι μου εγώ εξακολουθούσα τον ύπνο, μ’ όλη την αγανάκτηση και απορία του Ντασέν, που δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να παρουσιάζω αυτό το θέαμα και να είμαι –καθώς του είπαν– εκπρόσωπος του γνήσιου νεοελληνικού πολιτισμού».
Αυτοσχεδιάζοντας...
Στη σχέση του σκηνοθέτη και του συνθέτη, η Μελίνα ήταν ο καταλύτης: «Ο Τζούλι ζήτησε να δει την παρτιτούρα (για το «Ποτέ την Κυριακή»), αλλά δεν υπήρχε. Χλόμιασε. “Είχες μήνες να ετοιμαστείς”. “Μα είμαι έτοιμος...” Εβγαλε λίγα κομμάτια χαρτί απ’ την τσέπη του κι ένα κουτί από τσιγάρα όπου ήταν γραμμένες λίγες νότες και πήγε στο πιάνο. Φώναξε στον ντράμερ. Εκείνος έπιασε τον ρυθμό. Ο Μάνος αυτοσχεδίασε ένα μικρό μοτίβο. Δεν του άρεσε. Δοκίμασε ένα δεύτερο. Ο Τζούλι ήταν πιο χλομός παρά ποτέ. Τον πήρα απ’ το μπράτσο και τον οδήγησα σε μια καρέκλα. “Ηρέμησε, αγάπη μου. Ο Μάνος θ’ αυτοσχεδιάσει τη μουσική υπόκρουση”. Ετσι κι έγινε. Ο Μάνος βρήκε ένα θέμα που του άρεσε. Στράφηκε στον Τζούλι. Ο Τζούλι χαμογέλασε για πρώτη φορά…».
«Τα παιδιά του Πειραιά»
Στην έκδοση «…Μελίνα του Μάνου» του Σείριου, που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια ο Γιώργος Χατζιδάκις, διασώζεται η μορφή αυτής της ιδιαίτερης σχέσης. Η εύθραυστη Μπλανς Ντιμπουά από το «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τ. Ουίλιαμς (1963), η Στέλλα από την ομώνυμη ταινία του Κακογιάννη, η Ιλια από το «Ποτέ την Κυριακή», η Ελίζαμπεθ από το «Τοπ Καπί», η Ιλια που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ. Η τρυφερή Μελίνα που αφηγείται την ιστορία του «Κυρ Αντώνη» και η συγκλονιστική Μελίνα των «Παραλόγων». Η αιώνια διαφωνία καταγράφηκε μαζί με την αιώνια φιλία τους και στην τελευταία τους κοινή δημόσια εμφάνιση μπροστά στο γαλλικό τηλεοπτικό συνεργείο που είχε έρθει στην Ελλάδα. Αφορμή, τι άλλο, «Τα παιδιά του Πειραιά». Ο Χατζιδάκις, εξηγεί: «…ούτε θέλω να έχω καμιά σχέση.(…) Εγινε ένα τραγούδι πέρα από το περιεχόμενο, πέρα από τη συγκίνηση, που κάθε τύπος να το λέει σε οποιοδήποτε καμπαρέ…». Εκείνη διαφωνεί με πείσμα: «Εγινε εθνικός ύμνος».
Χατζιδάκις: «Μου στέρησε τη δυνατότητα να ‘χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ’ έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα».
Μελίνα: «Ωραία! Αυτό το τραγούδι είναι ορφανό από μπαμπά, αλλά έχει μια μάνα…»
Για τη μητέρα της
Ιδιαίτερη σχέση είχε και ο ένας με τη μητέρα του άλλου. Τον Ιούλιο του 1972 ο Μ. Χατζιδάκις στέλνει από τη Νέα Υόρκη ένα γράμμα, προσπαθώντας να παρηγορήσει τη Μελίνα, που είχε μόλις χάσει τη μητέρα της. Ενα γράμμα που δημοσιεύει πρώτη φορά σήμερα η «Κ»:
«Ξαφνικά σήμερα μου ανάγγειλε ο Αλέξανδρος στο τηλέφωνο το θάνατο της μητέρας σου. Ημουν εντελώς απροετοίμαστος για κάτι τέτοιο. Και την αγαπούσα τόσο πολύ. Το ’ξευρα αυτό και τώρα το ξεύρω ακόμη περισσότερο. Μου φαίνεται απίθανο που δεν θα τη δω πια ποτέ να με πειράζει πλέκοντας σπίτι σου, να με μαλώνει ή να μου δείχνει την αγάπη της σαν ένα ακόμη παιδί της.
Θεέ μου, δεν φανταζόμουν ότι θα με πονούσε τόσο η απουσία της. Και ακόμα περισσότερο σαν σκέφτομαι πόσο αγαπούσε τη ζωή και πόσο τη χαιρότανε, ιδιαίτερα σαν βρισκότανε κοντά σου. Είμαι σε θέση να γνωρίζω το πώς αισθάνεσαι και το μόνο που έχω να σε παρακαλέσω είναι να προσπαθήσεις να το δεις μες τα όρια του φυσικού. Πώς μπορεί να είναι φυσικό κάτι τέτοιο, μόνο ο Θεός το ξεύρει.
Και το μόνο που μένει είναι να παρακαλέσουμε τον Θεό να την έχει ευτυχισμένη κοντά του.
Φιλιά στον Τζούλλυ, στην Ρένα και στην Αγγελική, και σε σένα, το κορίτσι μου. Κι όλη μου την αγάπη».
Σιγοτραγουδώντας στο Memorial
Αν ο Χατζιδάκις ένιωσε έτσι από το χαμό της μητέρας της Μελίνας, σκεφθείτε πώς ένιωσε από το χαμό της ίδιας, το Μάρτιο του 1994.
«Σας εξέπληξε αυτό το ξέσπασμα του κόσμου στην κηδεία της;» τον είχαμε ρωτήσει εκείνο το τελευταίο απόγευμα στο σπίτι του.
«Οχι. Η Μελίνα ήταν το ερωτικό πρόσωπο της Ελλάδας. Δεν ήταν η μεγάλη ηθοποιός, ούτε η μεγάλη πολιτικός. Ηταν συνεπής στην αντίστασή της, αλλ’ αυτό δεν εκπροσωπούσε τον ερωτισμό μας. Και δε νομίζω πως είχε απόλυτη συνείδηση αυτού του γεγονότος. Υπερθεμάτιζε των ιδιοτήτων της ως ηθοποιού, πολιτικού και αντιστασιακής, και δεν αντιλαμβανόταν ότι όλ’ αυτά, συνέθεταν μεν το πρόσωπό της, αλλά βάθρο του ήταν ο ερωτισμός της».
Ο ίδιος δεν είχε πάει στην κηδεία της. Αλλά την τελευταία της βραδιά πριν χειρουργηθεί στο Μemorial της Νέας Υόρκης, είχε πάει να της συμπαρασταθεί. «Ηταν ένα μικρό δωματιάκι» θυμάται η Μανουέλα Παυλίδου. «Παρακολουθούσαμε μια ταινία στην τηλεόραση όταν εμφανίστηκε ο Μάνος και ο γιος του, ο Γιώργος. Είχε στα χέρια του ένα γλαστράκι και το πρόσφερε συγκινημένος στη Μελίνα. Ηταν πολύ αδυνατισμένος –ποτέ δεν τον είχα δει έτσι. Kι όμορφος. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη κι εκείνος προσπαθούσε να την αποφορτίσει. Με τον Γιώργο είχαμε απομακρυνθεί και παρακολουθούσαμε τη συνάντηση από την πόρτα. Tο γέλιο τους. Ο Μάνος την καλόπιανε. Παρότι εκνευριζόταν όταν του θύμιζαν το “Ποτέ την Κυριακή” και το Οσκαρ, δέχτηκε τη σκανδαλιά της. “Ο κύριος που κάθεται δίπλα μου είναι ο συνθέτης που έγραψε το Never on Sunday”, είπε εκείνη στη νοσοκόμα μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Και κοιτώντας τον, του είπε γλυκά: “Συγγνώμη, Μάνο...” Κι ύστερα μαζί με τον Γιώργο Χατζιδάκι ζήσαμε μια στιγμή μοναδική: τους είδαμε να σιγοτραγουδούν μαζί το “Χάρτινο το φεγγαράκι”, πριν την αποχαιρετήσει και της ευχηθεί».
1 comment:
Ναι δυό μεγάλοι, δυό αστέρια που έλαμψαν, χαρίζοντας στον Ελληνα υπέροχες καλιτεχνικές ερμηνείες, δυό άνθρωποι που αγαπήθηκαν και μεταξύ τους μα και από το κοινό ,δυο άνθρωποι πούφυγαν μα το πνεύμα π’άφισαν ζεί. Στους παληούς ζεί και η προσωπικότητά τους.
Post a Comment