Βρετανικός Τύπος Δευτέρας για ελληνική οικονομία
Τί λένε τα βρετανικά έντυπα
12:08 Τελευταία Ενημέρωση 12:13 01/02/2010
01/02/2010 |Σε ανταπόκρισή τους από τις Βρυξέλλες οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς αναφέρουν ότι η Κομισιόν θα συστήσει την Τετάρτη στην Ελλάδα να προβεί σε μειώσεις των μισθών στο δημόσιο, ώστε να αποτραπεί η αποσταθεροποίηση της ευρωζώνης.
Σημειώνεται πάντως η διαβεβαίωση του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών ότι δεν υπάρχει περίπτωση απόρριψης του επικαιροποιημένου προγράμματος σταθερότητας. Η εφημερίδα σχολιάζει ότι ενώ οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι χαιρέτισαν την ευρεία ισχύ των ελληνικών μέτρων, η Κομισιόν και άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν έχουν πειστεί ότι τα μέτρα αυτά επαρκούν. Η Κομισιόν αναμένεται επίσης να συστήσει πάταξη της φοροδιαφυγής και επιβολή φόρου στα είδη πολυτελείας. Αν μετά το συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών κριθεί ότι η Ελλάδα δεν προχωρά στην εφαρμογή των αυστηρών μέτρων, τότε αντιμετωπίζει τον κίνδυνο οικονομικών κυρώσεων, τονίζει η εφημερίδα. Οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς αναφέρονται επίσης στην επιθυμία της Κομισιόν να αναλάβει η Eurostat ενεργό ρόλο στον έλεγχο των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας, ωστόσο η απαραίτητη επίσημη νομική πρόταση δεν αναμένεται να κατατεθεί αυτή την εβδομάδα τουλάχιστον. Το δημοσίευμα καταλήγει σημειώνοντας ότι αν και η παροχή βοήθειας στην Ελλάδα απορρίπτεται, οι Βρυξέλλες παραδέχονται σιωπηρά ότι αν χρειαστεί μία τέτοια βοήθεια θα δοθεί στην Αθήνα, η οποία αντιμετωπίζει λαϊκές αντιδράσεις στα μέτρα λιτότητας, κυρίως από τους αγρότες.
Η ευρωπαϊκή έκδοση της Γουόλ Στριτ Τζέρναλ αναφέρει ότι ακόμα και αν δεν χρειαστεί ένα πακέτο διάσωσης της ελληνικής οικονομίας, οι υπόλοιπες κυβερνήσεις της ευρωζώνης «θα ήταν τρελές» αν δεν άρχιζαν να σκέφτονται πώς θα λειτουργούσε ένα τέτοιο πακέτο διάσωσης. Η πρώτη δυσκολία έγκειται στο ποιός θα χορηγούσε αυτή τη βοήθεια, με την εφημερίδα να εκτιμά ότι θα ήταν απίθανο τα χρήματα να τα έδινε η ΕΚΤ. Δύσκολο θα ήταν επίσης μία τέτοια βοήθεια να οργανωθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ή την Κομισιόν, καθώς η ΕΕ δεν μπορεί να εκδώσει δικά της ομόλογα. Μία υπόθεση που επικαλείται η εφημερίδα αναφέρει πως θα μπορούσε να γίνει μία τροποποίηση στην πρόβλεψη περί βοήθειαςαπό την ΕΕ ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ σε χώρες εκτός ευρωζώνης, ώστε η κάλυψη αυτή να παρέχεται και σε χώρες μέλη με οικονομικά προβλήματα. Ο κίνδυνος σε αυτή την περίπτωση ωστόσο θα ήταν η αύξηση του κόστους δανεισμού για όλη την ευρωζώνη. Επομένως, συμπεραίνει η Γουόλ Στριτ Τζέρναλ, η πιθανότερη λύση θα ήταν η χορήγηση βραχυπρόθεσμων διμερών δανείων προς την Ελλάδα. Σύμφωνα με την εφημερίδα πάντως το ερώτημα παραμένει ποιά κυβέρνηση θα έδινε ένα τέτοιο δάνειο και πότε είναι η κατάλληλα στιγμή μίας τέτοιας επέμβασης.
Σε ανταπόκρισή του από την Αθήνα ο Γκάρντιαν αναφέρει ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα χειροτερεύει καθώς οι αγρότες αρνούνται να υποχωρήσουν παραλύοντας τη χώρα, την ώρα που η κυβέρνηση επιμένει ότι δεν μπορεί να καλύψει τις απαιτήσεις του για επιδοτήσεις. Η εφημερίδα χαρακτηρίζει την υπόθεση ως δοκιμασία για την αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης να επιβάλλει τα μέτρα λιτότητας που θα διασώσουν την πιο υπερχρεωμένη οικονομία της Ευρώπης. Αναφέρεται ότι τα μπλόκα των αγροτών εκτιμάται πως στοιχίζουν στο ελληνικό κράτος 25 εκατομμύρια ευρώ την ημέρα.
Σε άρθρο τον Γκάρντιαν του καθηγητή του LSE και επικεφαλής του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του βρετανικού εκπαιδευτικού ιδρύματος, Κέβιν Φέδερστοουν σημειώνεται ότι η τύχη της Ελλάδας θα καθοριστεί περισσότερο από την πολιτική δράση παρά από τις οικονομικές εξελίξεις. Ως προκλήσεις για την αναγκαία πολιτική δράση στην Αθήνα επισημαίνονται οι ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα της ελληνικής κυβέρνησης και το κατά πόσο είναι δυνατή η αποφυγή των αντιπαραθέσεων με τα συνδικάτα. Όπως σχολιάζεται, κρίσεις σαν την τωρινή οφείλονται στις κληρονομημένες αδυναμίες της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς καλείται να εφαρμόσει δημοσιονομική πειθαρχία την ώρα που «μέχρι πρόσφατα το σύστημα διαχείρισης του προϋπολογισμού ανήκε στο 19ο αιώνα». Κατά το συντάκτη η ελληνική κυβέρνηση αξίζει τον έπαινο για την προσπάθεια ανατροπής του συστήματος αυτού και τη δημιουργία μίας ανεξάρτητης αρχής εποπτείας των δημοσίων δαπανών, ωστόσο τα προβλήματα παραμένουν και έχουν να κάνουν με την έλλειψη ιστορικού συμφωνιών επί της οικονομικής πολιτικής μεταξύ των συνδικάτων, των εργοδοτών και της κυβέρνησης. Το άρθρο καταλήγει εκτιμώντας ότι τα προτεινόμενα ελληνικά μέτρα είναι λογικά και δίκαια και ότι στο βραχυπρόθεσμο μέλλον δε θα μπορούσε να αναμένεται κάτι περισσότερο. Παράλληλα αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί είναι τα βαθύτερα συστημικά προβλήματα της Ελλάδας, στα οποία η χώρα έχει την ανάγκη βοήθειας από την Ευρώπη.
Σε αναφορά της Ιντιπέντεντ για τα συμπεράσματα που προέκυψαν από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός σχολιάζεται ότι ένα βασικός λόγος για τον οποίο οι αγορές ανησυχούν περισσότερο για την Ελλάδα παρά για την Καλιφόρνια, είναι ότι αντίθετα με τις ΗΠΑ η ΕΕ δεν έχει μία κεντρική δημοσιονομική αρχή που θα μπορούσε να ομαλοποιήσει τα προβλήματα μίας χώρας μέλους. «Η περίπτωση της Ελλάδας αποκαλύπτει μία βαθύτερη αλήθεια για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Δε ζούμε πια σε έναν κόσμο που τα δημοσιονομικά αποτελέσματα καθορίζονται από το αόρατο χέρι της αγοράς. Τα αποτελέσματα αυτά εξαρτώνται όλο και περισσότερο από το πολιτικά εφικτό. Όπως δείχνει το παράδειγμα της Ελλάδας, δεν υπάρχει εγγύηση ότι το αποτέλεσμα θα είναι δημοσιονομικά ή οικονομικά ελκυστικό», σχολιάζει ο συντάκτης της Ιντιπέντεντ.
Σημειώνεται πάντως η διαβεβαίωση του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών ότι δεν υπάρχει περίπτωση απόρριψης του επικαιροποιημένου προγράμματος σταθερότητας. Η εφημερίδα σχολιάζει ότι ενώ οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι χαιρέτισαν την ευρεία ισχύ των ελληνικών μέτρων, η Κομισιόν και άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν έχουν πειστεί ότι τα μέτρα αυτά επαρκούν. Η Κομισιόν αναμένεται επίσης να συστήσει πάταξη της φοροδιαφυγής και επιβολή φόρου στα είδη πολυτελείας. Αν μετά το συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών κριθεί ότι η Ελλάδα δεν προχωρά στην εφαρμογή των αυστηρών μέτρων, τότε αντιμετωπίζει τον κίνδυνο οικονομικών κυρώσεων, τονίζει η εφημερίδα. Οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς αναφέρονται επίσης στην επιθυμία της Κομισιόν να αναλάβει η Eurostat ενεργό ρόλο στον έλεγχο των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας, ωστόσο η απαραίτητη επίσημη νομική πρόταση δεν αναμένεται να κατατεθεί αυτή την εβδομάδα τουλάχιστον. Το δημοσίευμα καταλήγει σημειώνοντας ότι αν και η παροχή βοήθειας στην Ελλάδα απορρίπτεται, οι Βρυξέλλες παραδέχονται σιωπηρά ότι αν χρειαστεί μία τέτοια βοήθεια θα δοθεί στην Αθήνα, η οποία αντιμετωπίζει λαϊκές αντιδράσεις στα μέτρα λιτότητας, κυρίως από τους αγρότες.
Η ευρωπαϊκή έκδοση της Γουόλ Στριτ Τζέρναλ αναφέρει ότι ακόμα και αν δεν χρειαστεί ένα πακέτο διάσωσης της ελληνικής οικονομίας, οι υπόλοιπες κυβερνήσεις της ευρωζώνης «θα ήταν τρελές» αν δεν άρχιζαν να σκέφτονται πώς θα λειτουργούσε ένα τέτοιο πακέτο διάσωσης. Η πρώτη δυσκολία έγκειται στο ποιός θα χορηγούσε αυτή τη βοήθεια, με την εφημερίδα να εκτιμά ότι θα ήταν απίθανο τα χρήματα να τα έδινε η ΕΚΤ. Δύσκολο θα ήταν επίσης μία τέτοια βοήθεια να οργανωθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ή την Κομισιόν, καθώς η ΕΕ δεν μπορεί να εκδώσει δικά της ομόλογα. Μία υπόθεση που επικαλείται η εφημερίδα αναφέρει πως θα μπορούσε να γίνει μία τροποποίηση στην πρόβλεψη περί βοήθειαςαπό την ΕΕ ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ σε χώρες εκτός ευρωζώνης, ώστε η κάλυψη αυτή να παρέχεται και σε χώρες μέλη με οικονομικά προβλήματα. Ο κίνδυνος σε αυτή την περίπτωση ωστόσο θα ήταν η αύξηση του κόστους δανεισμού για όλη την ευρωζώνη. Επομένως, συμπεραίνει η Γουόλ Στριτ Τζέρναλ, η πιθανότερη λύση θα ήταν η χορήγηση βραχυπρόθεσμων διμερών δανείων προς την Ελλάδα. Σύμφωνα με την εφημερίδα πάντως το ερώτημα παραμένει ποιά κυβέρνηση θα έδινε ένα τέτοιο δάνειο και πότε είναι η κατάλληλα στιγμή μίας τέτοιας επέμβασης.
Σε ανταπόκρισή του από την Αθήνα ο Γκάρντιαν αναφέρει ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα χειροτερεύει καθώς οι αγρότες αρνούνται να υποχωρήσουν παραλύοντας τη χώρα, την ώρα που η κυβέρνηση επιμένει ότι δεν μπορεί να καλύψει τις απαιτήσεις του για επιδοτήσεις. Η εφημερίδα χαρακτηρίζει την υπόθεση ως δοκιμασία για την αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης να επιβάλλει τα μέτρα λιτότητας που θα διασώσουν την πιο υπερχρεωμένη οικονομία της Ευρώπης. Αναφέρεται ότι τα μπλόκα των αγροτών εκτιμάται πως στοιχίζουν στο ελληνικό κράτος 25 εκατομμύρια ευρώ την ημέρα.
Σε άρθρο τον Γκάρντιαν του καθηγητή του LSE και επικεφαλής του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του βρετανικού εκπαιδευτικού ιδρύματος, Κέβιν Φέδερστοουν σημειώνεται ότι η τύχη της Ελλάδας θα καθοριστεί περισσότερο από την πολιτική δράση παρά από τις οικονομικές εξελίξεις. Ως προκλήσεις για την αναγκαία πολιτική δράση στην Αθήνα επισημαίνονται οι ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα της ελληνικής κυβέρνησης και το κατά πόσο είναι δυνατή η αποφυγή των αντιπαραθέσεων με τα συνδικάτα. Όπως σχολιάζεται, κρίσεις σαν την τωρινή οφείλονται στις κληρονομημένες αδυναμίες της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς καλείται να εφαρμόσει δημοσιονομική πειθαρχία την ώρα που «μέχρι πρόσφατα το σύστημα διαχείρισης του προϋπολογισμού ανήκε στο 19ο αιώνα». Κατά το συντάκτη η ελληνική κυβέρνηση αξίζει τον έπαινο για την προσπάθεια ανατροπής του συστήματος αυτού και τη δημιουργία μίας ανεξάρτητης αρχής εποπτείας των δημοσίων δαπανών, ωστόσο τα προβλήματα παραμένουν και έχουν να κάνουν με την έλλειψη ιστορικού συμφωνιών επί της οικονομικής πολιτικής μεταξύ των συνδικάτων, των εργοδοτών και της κυβέρνησης. Το άρθρο καταλήγει εκτιμώντας ότι τα προτεινόμενα ελληνικά μέτρα είναι λογικά και δίκαια και ότι στο βραχυπρόθεσμο μέλλον δε θα μπορούσε να αναμένεται κάτι περισσότερο. Παράλληλα αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί είναι τα βαθύτερα συστημικά προβλήματα της Ελλάδας, στα οποία η χώρα έχει την ανάγκη βοήθειας από την Ευρώπη.
Σε αναφορά της Ιντιπέντεντ για τα συμπεράσματα που προέκυψαν από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός σχολιάζεται ότι ένα βασικός λόγος για τον οποίο οι αγορές ανησυχούν περισσότερο για την Ελλάδα παρά για την Καλιφόρνια, είναι ότι αντίθετα με τις ΗΠΑ η ΕΕ δεν έχει μία κεντρική δημοσιονομική αρχή που θα μπορούσε να ομαλοποιήσει τα προβλήματα μίας χώρας μέλους. «Η περίπτωση της Ελλάδας αποκαλύπτει μία βαθύτερη αλήθεια για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Δε ζούμε πια σε έναν κόσμο που τα δημοσιονομικά αποτελέσματα καθορίζονται από το αόρατο χέρι της αγοράς. Τα αποτελέσματα αυτά εξαρτώνται όλο και περισσότερο από το πολιτικά εφικτό. Όπως δείχνει το παράδειγμα της Ελλάδας, δεν υπάρχει εγγύηση ότι το αποτέλεσμα θα είναι δημοσιονομικά ή οικονομικά ελκυστικό», σχολιάζει ο συντάκτης της Ιντιπέντεντ.
No comments:
Post a Comment